Του Βαγγέλη Αγγέλου,

Υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια σύμφωνα με τα οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έναν σκηνοθέτη σπουδαίο; Και αν ναι ποια είναι αυτά; Οι εισπράξεις των ταινιών του στο box office; Η θετική αποδοχή από κοινό και κριτικούς; Οι σημαντικές βραβεύσεις στα διεθνή φεστιβάλ; Η αποδοχή από τους συναδέλφους του; Η άποψη μου είναι πως το ίσως πιο αντικειμενικό κριτήριο είναι ο χρόνος. Εάν οι ταινίες κάποιου σκηνοθέτη συνεχίζουν να εγείρουν ενθουσιασμό, ερωτήματα και προβληματισμούς ακόμη και πολλές δεκαετίες μετά την κυκλοφορία τους τότε ναι, μιλάμε για έναν σπουδαίο σκηνοθέτη. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει επάξια ο Stanley Kubrick που γεννήθηκε σαν σήμερα στις 26 Ιουλίου του 1928. Ιδιόρρυθμος, σχολαστικός, τελειομανής, πολυπράγμων αλλά σίγουρα χαρισματικός είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που θα μπορούσαν να του αποδοθούν με βάση τον χαρακτήρα του και την δουλειά του. Αλλά επειδή τα λόγια περισσεύουν μπροστά στο έργο του, ας δούμε τις τέσσερις πιο επιδραστικές ταινίες του, που κατάφεραν να αφήσουν εποχή και να καθορίσουν ακόμη και ολόκληρα κινηματογραφικά είδη.
2001: A Space Odyssey (1968)

Πόσο φτωχό θα ήταν το είδος της επιστημονικής φαντασίας χωρίς το 2001: A Space Odyssey; Κανείς δεν θέλει να σκέφτεται αυτό το ενδεχόμενο. Η επιδραστικότερη ταινία του Stanley Kubrick κυκλοφόρησε το 1968 σε σενάριο του ίδιου και του Arthur C. Clark με σκοπό ν’ αλλάξει τα έως τότε δεδομένα όχι μόνο στον τομέα της επιστημονικής φαντασίας αλλά και του κινηματογράφου γενικότερα κάτι το οποίο κατάφερε πανηγυρικά. Η ταινία επιχειρεί ν’ αφηγηθεί κατά κάποιο τρόπο την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους από την προϊστορική εποχή μέχρι την εξερεύνηση του διαστήματος ενώ παράλληλα καταπιάνεται και με άλλες ιδέες όπως είναι η θέση του ανθρώπου στο σύμπαν ή η τεχνολογική πρόοδος. Το 2001: A Space Odyssey υπήρξε ιδιαίτερα ρηξικέλευθο για την εποχή του. Ο τεράστιος προϋπολογισμός των 12 εκατομμυρίων δολαρίων έδωσε τη δυνατότητα στον Kubrick να συνθέσει ένα οπτικό αριστούργημα χρησιμοποιώντας μια πληθώρα ειδικών εφέ, εντυπωσιακών σκηνικών και γενικότερα να πειραματιστεί αν αναλογιστούμε το γεγονός πως η συνολική διάρκεια των πλάνων που τραβήχτηκαν υπερέβαιναν τις 400 ώρες. Η παρουσία ελάχιστου διαλόγου και η χρήση μουσικών θεμάτων που διαρκούσαν αρκετά λεπτά κατέστησαν σαφές πως ο Kubrick ήθελε να εκφραστεί μέσω της εικόνας και όχι μέσω των λέξεων. Η τελική σκηνή αποτελεί ακόμα και σήμερα μήλον της έριδος αναφορικά με τη σημασία της αφού δεκάδες ερμηνείες έχουν δοθεί. Άλλωστε ο σεναριογράφος της ταινίας Arthur C. Clark είχε δηλώσει πως «θέλαμε να δημιουργήσουμε πολλά περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα απαντήσαμε».
Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb (1964)

To 1964 o Stanley Kubrick σκηνοθετεί και γράφει μαζί με τον Terry Southern μια μαύρη κωμωδία βασισμένη στο βιβλίο Red Alert του Peter George. Ένας παράφρων Αμερικανός στρατηγός διατάζει το στράτευμά του να επιτεθεί σε μια ρωσική στρατιωτική βάση μη γνωρίζοντας ότι πρόκειται να πυροδοτήσει μια πυρηνική καταστροφή με αποτέλεσμα το συμβούλιο άμυνας των Η.Π.Α να προσπαθεί να αποσοβήσει τον κίνδυνο. Πόσο αστεία μπορεί να είναι η ιδέα ενός πυρηνικού πολέμου; Κι όμως μπορεί να γίνει ξεκαρδιστική. Ο Kubrick επιστρατεύει τον θρυλικό Peter Sellers σ’ έναν τριπλό (!) ρόλο, τον αφήνει να αυτοσχεδιάσει και εκείνος με τη σειρά του μας χαρίζει μια από τις πιο παρανοϊκές και άρτιες ερμηνείες στην ιστορία του κινηματογράφου. Ειδική μνεία επίσης στην υπερβολική αλλά απολαυστική ερμηνεία του George C. Scott ως στρατηγoύ Turgidson. Μέσω της ταινίας ο Kubrick σατιρίζει την ανθρώπινη πλευρά των πολιτικών αρχηγών και τους παρουσιάζει σαν παιδιά που αντιμετωπίζουν τις χώρες τους σαν τα παιχνίδια τους. Μάλιστα, ο ίδιος ο Kubrick είχε φροντίσει το ύφασμα του τραπεζιού του περίφημου War Room να είναι πράσινο έτσι ώστε να νιώθουν οι ηθοποιοί ότι παίζουν πόκερ με τις μοίρες του κόσμου. Η επιρροή της ταινίας στην ποπ κουλτούρα είναι εμφανής αφού το σκηνικό της ταινίας αποτέλεσε μάλιστα έμπνευση για το βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Time Is Running Out» του βρετανικού συγκροτήματος Muse.
The Shining (1980)

To 1980 ο Kubrick σκηνοθετεί το The Shining, ένα ψυχολογικό θρίλερ που είναι βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Stephen King. Μια οικογένεια μετακομίζει σ’ ένα απομονωμένο ξενοδοχείο όπου ο πατέρας έχει βρει δουλειά σαν επιστάτης ωστόσο από τη μια ο πατέρας επηρεάζεται από την περίεργη αύρα του ξενοδοχείου και έχει βίαια ξεσπάσματα και από την άλλη ο γιος βλέπει οράματα που αφορούν το παρελθόν και το μέλλον. O Kubrick στην συγκεκριμένη ταινία έχει πολλά όπλα στην φαρέτρα του. Πρώτα απ’ όλα την ανατριχιαστική και «ψυχωτική» ερμηνεία του Jack Nicholson ως Jack Torrance που χάνει σιγά σιγά τον εαυτό του και παγιδεύεται στο στοιχειωμένο ξενοδοχείο. Έπειτα την άκρως υποτιμημένη αλλά σπουδαία ερμηνεία της Shelley Duvall που μέσα από τις εκφράσεις της και την τρεμάμενη φωνή συμβάλλει τα μέγιστα στο να αποδώσει όσο πιο πιστά γίνεται τον ρόλο μιας γυναίκας που ξαφνικά καλείται να σώσει τον εαυτό της και το παιδί της από τον ίδιο της τον σύζυγο. Τέλος, η ατμόσφαιρα. Ο Kubrick δημιουργεί (μέσω του ξενοδοχείου Overlook) μια αίσθηση κλειστοφοβίας παρότι η οικογένεια ζει σ’ έναν ομολογουμένως τεράστιο χώρο. Η πλήρης απουσία των jump scares (που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των σύγχρονων ταινιών τρόμου) καλύπτεται από μια κλιμακούμενη ένταση που είναι ικανή να φέρει τον θεατή στα όριά του. H αργή εστίαση του φακού σ’ ένα κάδρο του ξενοδοχείου στο τελευταίο πλάνο της ταινίας, είναι το κερασάκι σε μια τούρτα που έχει φτιαχτεί με τα καλύτερα υλικά.
Full Metal Jacket (1987)

To 1987 αποτελεί την χρονιά που κυκλοφορεί η μόνη αμιγώς πολεμική ταινία της φιλμογραφίας του Stanley Kubrick. Ένας πεζοναύτης παρατηρεί τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου στον ανθρώπινο ψυχισμό από την σκληρή εκπαίδευση στις Η.Π.Α μέχρι τον πόλεμο στους δρόμους του Βιετνάμ. Το Full Metal Jacket χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ίσως η καλύτερη ταινία αναφορικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ και όχι άδικα. Ο Kubrick επιθυμεί από την αρχή της ταινίας να υπογραμμίσει την παράνοια των επίλεκτων σωμάτων (στην προκειμένη περίπτωση των πεζοναυτών) κριτικάροντας και σατιρίζοντάς τους ταυτόχρονα. Ο R. Lee Ermey ως λοχίας Hartman ταιριάζει γάντι στον ρόλο του παρανοϊκού, σαδιστή και μισάνθρωπου στρατιωτικού και κλέβει την παράσταση με την εκρηκτική αλλά απολαυστική ερμηνεία του, κάτι που είχε εντυπωσιάσει και τον ίδιο τον Kubrick. Ο σκηνοθέτης (που όπως είναι γνωστό έκανε πολλές δεκάδες λήψεις για μια μόνο σκηνή) είχε δηλώσει πως ο Ermey κατάφερνε να αποδώσει όπως ο Kubrick ήθελε μέσα σε μόνο 3-4 λήψεις. Το δεύτερο μέρος της ταινίας αποτυπώνει την ζοφερή καθημερινότητα των πεζοναυτών στο Βιετνάμ που χαρακτηρίζεται από ωμή βία προς πάσα κατεύθυνση και σκληρές απώλειες. Το τέλος της ταινίας που βρίσκει μια ανήλικη Βιετκόνγκ να δέχεται τη χαριστική βολή αποτελεί το απόσταγμα της ταινίας. Ο πόλεμος δεν έχει νικητές παρά μόνο χαμένους και από τις δυο πλευρές.
0 comments