Ας Περιμένουν οι Γυναίκες (κι ο καθένας ας ορίσει το νησί του)


Υπάρχει μόνο ένα νησί για τον καθένα, πρέπει να το βρει, να μείνει εκεί*. 

Γιάννης, ετών είκοσι δύο, ελαφρά ντυμένος, έξω λιώνουν τα τσιμέντα όπως κάθε χρόνο. Παλιά δεν έλιωναν τα τσιμέντα, έλιωνε το παγωτό στο χέρι και εσύ το βούταγες μέσα στη θάλασσα και γευόσουν ύστερα αρμύρα και λιωμένο παγωτό βανίλια- φράουλα. Τώρα πια δεν λιώνουν παγωτά, λιώνουν τσιμέντα και το μυαλό σου κάτω από κλιματιστικά, στην Πατησίων, στο Au revoir πίνοντας τζιν βάζοντας τόνικ ξεχωριστά, στο πλοίο της γραμμής που σε μεταφέρει στις Κυκλάδες, στον Πειραιά, μετά ξανά πίσω στο Αιγαίο και τελικά στο Λαύριο. Πίνεις καφέδες νωρίς το πρωί στο μπαλκόνι και διαβάζεις ηλεκτρονικά, δανεικά και λίγο παράνομα τη Γραμμή του Ορίζοντος πριν βγει για τα καλά ο ήλιος και πριν αναγκαστικά λιώσει πάλι το μυαλό σου. Μπαίνεις κάτω από το κλιματιστικό και τώρα δεν λιώνεις, αλλά σπας το κεφάλι σου τι ταινία να δεις να σε πιάσει λήθαργος, σαν αυτόν που έπιανε τους γονείς σου δίπλα από το παλιό κλιματιστικό που έκανε θόρυβο και τους γονείς των γονιών σου κάτω από τον ανεμιστήρα στο ταβάνι, εκείνον με τα κορδόνια. 

Λιώνεις και σπας το κεφάλι σου και βλέπεις δυο τύπους, τον Πάνο και τον Μιχάλη, να πηγαίνουν διακοπές μέσα σε ένα παλιό βαν σαν αυτό που είχε κάποτε ο πατέρας σου και να κυνηγούν το χρόνο να φτάσουν στις γυναίκες τους που περιμένουν. Είναι δυο μπατζανάκηδες και πρέπει να γίνουν τρεις, να έρθει και ο Αντώνης που θα τους βρει αργότερα και θα πάει και αυτός στη γυναίκα του που περιμένει μαζί με αυτές των άλλων δυο. Στη διαδρομή πρέπει να ερωτευτεί ο Πάνος μια κοπέλα, δίπλα στην λίμνη Βόλβη, εκεί που έγινε το ιστορικό συνέδριο της Βόλβης και να βάλει στη ζωή του ένα δίλημμα. Είναι ωραίο να βάζει κανείς στον εαυτό του διλήμματα, ειδικά αν τον λένε Πάνο και ειδικά αν πάντα και για όλα φταίνε οι άλλοι. Είναι ωραίο να βάζει κανείς διλήμματα και ακόμα πιο ωραίο επειδή τον λένε Πάνο και ακόμα πιο ωραίο εάν τα διλήμματα βασίζονται στον έρωτα. Γιατί εκεί δε σου φταίει κανείς. Στην πολιτική και την οικονομία φταίει ο μπατζανάκης σου ο Αντώνης επειδή είναι Πασοκτζής και βολεμένος και στην ήττα του ΠΑΟΚ ο διαιτητής που δίνει και δε δίνει πέναλτι κατά το δοκούν. Όμως στον έρωτα φταις εσύ. Εσύ διαλέγεις ανάμεσα στο αν θα πας με αυτήν που ερωτεύτηκες και που θα θέλει σίγουρα Πόρτο Καρράς σουίτα ή θα πας στην Θάσο που σε περιμένουν. Εσύ διαλέγεις αν μια μέρα γυρίσεις στη Θεσσαλονίκη και κανένας δεν θα γυρίσει να σε καλωσορίσει, αφού οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε. Είναι ωραίο να βάζεις στον εαυτό σου καμιά φορά διλήμματα. 

Τώρα όμως δεν σε λένε Πάνο, σε λένε Γιάννη και ψάχνεις να βρεις το νόημα ανάμεσα στα τσιμέντα που λιώνουν. Είκοσι δύο ετών και ψάχνεις εάν σε λένε Πάνο, Μιχάλη ή Αντώνη. Γιατί εάν σε λένε Μιχάλη, πρέπει πάντα με την κοινή λογική να συμβουλεύεις τους υπόλοιπους, να θαυμάζεις τη ζωή που δεν έζησες και που ζουν οι άλλοι, να κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, να πιστεύεις τα ψέματα σου όπως όταν ήσουν μικρός και έπρεπε να πεις ψέματα για να γλιτώσεις την τιμωρία. Η μόνη διαφορά είναι ότι παλιά σε μάλωνε ο μεγάλος· ο μπαμπάς, η μαμά, ο αδερφός, ο θείος. Τώρα σε μαλώνει ο εαυτός σου και εσύ μαλώνεις τους άλλους και θαυμάζεις τη ζωή του Αντώνη και συμβουλεύεις τον Πάνο να μην κυνηγήσει μια άλλη ζωή, ότι τώρα αυτό είναι και ο μόνος λόγος για να επαναστατήσεις είναι να μην πας πρώτος στη Θάσο. Ο μόνος τρόπος να επαναστατήσεις είναι να ξεφουσκώσεις τα λάστιχα εσύ, να ρίξεις ζάχαρη στο ρεζερβουάρ εσύ, να ξεχάσεις το τσιγάρο σου και να πάρει φωτιά εσύ.

Κι αν δεν σε λένε ούτε Μιχάλη, μπορεί να σε λένε Αντώνη, να ψηφίζεις ΠΑΣΟΚ, να μην αντέχεις ούτε η μάνα σου να ψηφίζει Νέα Δημοκρατία, να κάνεις το μαύρο άσπρο, να μιλάς με όρους πολιτικής και οικονομίας, να σε ρωτάνε εσένα για θέματα ιστορικά και εσύ να αποφεύγεις να δεις την πραγματικότητα γιατί, εάν την δεις, βουτάς στην πισίνα. Αν σε λένε Αντώνη, μπορεί να γίνεις υπουργός, να κοιτάς το συμφέρον σου, λίγο των άλλων και να πηγαίνεις όπου φυσά ο άνεμος.

Αυτά όμως αν σε λένε Αντώνη, αν σε λένε Μιχάλη ή Πάνο. Αν ψάχνεις τη Θάσο πηγαίνοντας με τη θάλασσα στα δεξιά σου. Αν έζησες σε μια δεκαετία παλιά με άλλα προβλήματα και άλλους ανθρώπους. Εσένα, όμως, δε σε λένε έτσι. Σε λένε αλλιώς, πας στο νησί με το τσιμέντο στα δεξιά και τα αριστερά σου και έζησες άλλη δεκαετία που έχει άλλα προβλήματα και διαφορετικούς ανθρώπους που μπορεί να μην ξέρουν τι θα πει ιστορικό συνέδριο της Βόλβης, ΠΑΣΟΚ, ούτε και αν ήταν πέναλτι, ξέρουν όμως σίγουρα ότι οι άνθρωποι δε συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε και ότι αν ψήφιζε η μάνα τους Νέα Δημοκρατία θα βουτούσαν κι αυτοί στο νερό.  

Γιάννης, 22 ετών, δίνεις στον εαυτό σου μια εξήγηση λιγότερη. Ψάχνεις γραμμή για τη δική σου Θάσο. 


*Η γραμμή του Ορίζοντος, Χρ. Βακαλόπουλος, εκδόσεις της Εστίας, 1991.

0 comments