Μια ιστορία τρόμου και έρωτα: Ο Νοσφεράτου του Έγκερς

 

Ξεκινάω από το disclaimer που λέγανε και στο χωριό μου. Δε βλέπω ταινίες τρόμου. Η επαφή μου μαζί τους σταμάτησε την εποχή που πήγαινα γυμνάσιο και μαζευόμασταν σε σπίτια να δούμε πότε το Cabin in the woods και πότε το Anabelle, σε ένα ιδιαίτερο στοίχημα του ποιος θα τρομάξει περισσότερο. Από τότε απέφευγα, όπως ο διάβολος το λιβάνι (κακό χιούμορ), κάθε τέτοια ταινία, περισσότερο από την ανάγκη του να κοιμηθώ το βράδυ ξένοιαστος. Έτσι, η πρόταση να δω τον Nosferatu και μάλιστα σε κινηματογραφική αίθουσα μου φάνηκε εξ αρχής ως μια πρόταση που θα αρνηθώ με συνοπτικές διαδικασίες, αλλά, τελικά, δέχτηκα. Δεν ξέρω πως, δεν ξέρω γιατί. Ξέρω, όμως, ότι η επιλογή μου δικαιώθηκε.

Ο μύθος του Nosferatu είναι γνωστός και ο Έγκερς δεν προσθέτει κάτι σε αυτόν. 1838 και ο συμβολαιογράφος Τόμας Χάτερ ταξιδεύει, ύστερα από ανάθεση του αφεντικού του, Κνοκ, στα Καρπάθια Όρη να κλείσει συμφωνία με τον κόμη Όρλοκ για την πώληση ενός σπιτιού στο Βίσμπεργκ. Ο Χάτερ είναι παντρεμένος με την Έλεν, η οποία υποφέρει από οράματα και σκοτεινά όνειρα τα οποία, σε πολλές περιπτώσεις, σωματοποιούνται. Αυτό που ο Χάτερ δεν ξέρει είναι η σύνδεση της Έλεν με τον Όρλοκ.

Η συνάντηση του Χάτερ με τον Όρλοκ, στο παλάτι του δεύτερου, «χτίζει» έναν Νοσφεράτου βαλκάνιο, μακριά από τον πρώτο του 1922 και του 1979, αφού τον τοποθετεί σε ένα χωριό των Καρπαθίων, του οποίου οι κάτοικοι υποδέχονται με τη θέρμη και τις μουσικές των Βαλκανίων αλλά και με τις δεισιδαιμονίες τους, που καταφέρνουν να βάλουν τον Χάτερ στο σκοτεινό περιβάλλον του εκκεντρικού Όρλοκ. Η ενδυμασία και ομιλία του κόμη συμπληρώνουν τη βαλκανική αισθητική του, με τη δεύτερη να είναι επιτηδευμένα σπαστή και, οριακά, αστεία. Από την άλλη, η φοβερή φωτογραφία καταφέρνει να ολοκληρώσει την αισθητική όλης της ταινίας. Μια γοτθική αισθητική που περνάει από το πρίσμα των Βαλκανίων και καταλήγει, με τα σκοτάδια της, το άσπρο-μαύρο και τον φωτισμό της να γίνεται επιβλητική, σχεδόν καθηλωτική. 

Ψάχνω γράφοντας να βρω τι σημαίνει Νοσφεράτου και δεν βρίσκω μια ικανοποιητική ετυμολογία, παρά μόνο το ρουμάνικο Nesuferitul που σημαίνει επιθετικός και το ελληνικό Νοσοφόρος που σημαίνει αυτόν που φέρνει την νόσο, προφανώς λόγω της πανούκλας που στην ταινία προσβάλλει το Βίσμπεργκ. Κάτι στο μυαλό μου, όμως, με πάει στα λατινικά Nox, που σημαίνει νύχτα και Feratus που σημαίνει «αυτός που φέρνει» και, έτσι, καταλήγω σε μια ετυμολογία, ίσως πολύ μακρινή από την αληθινή, αλλά και, σίγουρα, πιο κοντά στον Νοσφεράτου του Έγκερς.


Στο Βίσμπεργκ του 1838, η νύχτα και η δαιμονοποίηση που συμβολίζεται με αυτή έρχεται με τον Όρλοκ και προβάλλεται στο πρόσωπο της Έλεν και στον ερωτισμό της. Τα καθαρά ερωτικά της όνειρα είναι αυτά που «σπάνε» το σώμα και το μυαλό της και ο ερωτισμός μιας γυναίκας ό,τι φοβίζει τους ανθρώπους του μεσαίωνα. Η Έλεν προσπαθεί να αρνηθεί την ηδονή, την οποία ο άντρας της αγοράζει έναντι χρυσού, όπως της υπενθυμίζει συνεχώς ο Όρλοκ, ο οποίος παίζει μαζί της ένα συνεχές παιχνίδι έρωτα και θανάτου. 

Τελικά, η πανούκλα και η σήψη θα έρθει, αν συνεχίσουμε την άρνηση του έρωτα και της ηδονής. Ο έρωτας, έτσι κι αλλιώς, περνάει σαν αόρατο χέρι πάνω από τα κεφάλια μας (και ΛΕΞ και Θόδωρος Αγγελόπουλος σε μια αναφορά, ουάου) και δεν μπορούμε να τον αρνηθούμε, να τον ξορκίσουμε, να του καρφώσουμε ένα ξύλο στην καρδιά. Είναι πάνω από εμάς και, αν ο Έγκερς καταφέρνει κάτι, είναι να μας αποδείξει ακριβώς αυτό, έστω και μέσω του τρόμου...

0 comments