Νοσταλγία: 3+1 ταινίες για το σπίτι που δεν υπάρχει

Δεν ξέρω αν υπάρχει πιο έντονο και σύνθετο συναίσθημα από αυτό της νοσταλγίας, της συνεχούς αγωνίας για κάτι που ίσως υπήρξε, ή ίσως, αδυνατώντας ακόμα και να το ορίσουμε, έχουμε ανάγκη να το βρούμε. Η αναζήτηση για κάτι που θα νιώσουμε ότι μας ανήκει πλήρως και ότι είναι μόνο δικό μας, είναι αυτή που είτε μας βάζει σε δρόμους που δε φανταζόμασταν ποτέ να πατήσουμε (κλείνοντας το μάτι στο ταξίδι και όχι στον προορισμό) είτε μας τοποθετεί στάσιμους στον χώρο αναμονής, περιμένοντας αυτό το ιδανικό σπίτι να χτιστεί από μόνο του μπροστά μας. Στις παρακάτω ταινίες, παίρνουμε μια γεύση και από τα δύο άκρα, και βρίσκουμε τους εαυτούς μας να μας λείπει κάτι που ακόμα ψάχνουμε.

1) Alice in the cities, Wim Wenders (1974)

Ένα ακόμα ιδιαίτερο road film του Wenders, στο οποίο παρατηρούμε πολλά κοινά μοτίβα με το μεταγενέστερο Paris, Texas. Μόνο που εδώ, έχουμε δυο ανθρώπους, έναν άντρα και ένα μικρό κοριτσάκι, οι οποίοι μόλις έχουν γνωριστεί και ξεκινάνε ένα κοινό ταξίδι με το τρένο: το κοριτσάκι για να βρει τη μητέρα του και ο άντρας για να βοηθήσει το μικρό κορίτσι (εκ πρώτης όψεως). Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι δεν υπάρχει καμία πληροφορία που μπορεί να ευνοήσει τον εντοπισμό της μητέρας του παιδιού και έτσι, το ταξίδι τους γίνεται στην πορεία ένα ταξίδι γρίφων και απαντήσεων. 

Βλέπουμε μάλιστα, πως αυτό το «παιχνίδι» αντί να φέρει τους ήρωες πιο κοντά στον αρχικό σκοπό τους, αλλάζει από τη ρίζα τον ίδιο τον σκοπό και αναπτύσσει έναν τρυφερό μεταξύ τους δεσμό, κάνοντάς μας να αμφιβάλλουμε για την σημασία αλλά και για τη δυνατότητα ύπαρξης ενός στόχου που παραμένει αμετάβλητος. Και είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα η παρατήρηση ενός ενήλικα έτοιμου για μια νέα αρχή, να βρίσκει τα νέα του πατήματα μέσω αυτής της δύσκολης εμπλοκής του με δυο άτομα που ελάχιστα γνωρίζει. Και θα λέγαμε ότι εδώ ακριβώς κρύβεται το νόημα ολόκληρης της ταινίας: είναι γοητευτικό για τον ήρωα να ζήσει –έστω για λίγο- μια ζωή που ποτέ δεν είχε, ή να βάλει έναν στόχο που φαίνεται ακατόρθωτος, μόνο και μόνο για να πείσει τον εαυτό του πως έχει το θάρρος για μια νέα αρχή. Ακόμα και αν αυτή η αρχή, φαινομενικά δεν τον συμπεριλαμβάνει, στην πορεία γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της.

2) Permanent Vacation, Jim Jarmusch (1980)

Μια φιγούρα, σίγουρα καφκική, που ψάχνει, ψάχνει, ψάχνει το απεριόριστο του κόσμου του μέσα στα…περιορισμένα όρια των 4 τοίχων και της γυναίκας που έχει δίπλα του. Είναι έντονο το συναίσθημα της ρουτίνας και της κούρασης της πρωταγωνιστικής φιγούρας, η οποία καίγεται προσπαθώντας να βγει από αυτήν, χωρίς να ξέρει τον τρόπο, θυμίζοντάς μας πως κανείς φυσικά δεν ήρθε να ζήσει  με οδηγίες χρήσης. 

Έτσι σταδιακά ξεκινάει ένα «ταξίδι» στην  πόλη, βγάζοντας τον ήρωα από την καθημερινότητά του και βάζοντάς τον αντιμέτωπο με μικρο-περιπέτειες και ματαιώσεις. Ταξίδι που θα καταλήξει σε ένα λιμάνι, κυριολεκτικά μπροστά στην σοβαρή –πλέον- απόφαση της μεγάλης φυγής, η οποία υπόσχεται πολλά, αλλά ταυτόχρονα προϋποθέτει και το τίμημα της απώλειας όσων έχουν χτιστεί. Η πρώτη ταινία του Jarmusch, η οποία δημιουργήθηκε για ανάγκες της σχολής του στα φοιτητικά του χρόνια, και είναι πράγματι γεμάτη από τις εσωτερικές αντιπαλότητες της ανάγκης για διαφυγή και του κινδύνου της εκφυγής.

3) Η Φωτογραφία, Νίκος Παπατάκης (1986)

«Ο Γεράσιμος Τζίβας έφυγε. Προσμένοντας τα πάντα από την Ευτυχία και πριν η πραγματοποίηση του ονείρου του τον σκοτώσει με ένα φρικτό θάνατο. Μακάρι η πράξη μου να κάνει να συλλογιστούν όλους αυτούς που στον κόσμο εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους για πεπρωμένα που δεν είναι τα δικά τους κυνηγώντας τα διαρκώς, σαν τον Γεράσιμο και μένα, χωρίς ποτέ να καταφέρουν να τα φτάσουν.» Με αυτόν τον σύντομο μονόλογο του Ρέτσου, που ανατριχιάζει μετά από την τελευταία σκηνή της ταινίας, κλείνει η ιστορία ενός ανθρώπου που έχοντας ως σημαία μια ανύπαρκτη γυναίκα την οποία θέλει να παντρευτεί, αλλάζει όλη του τη ζωή, τις συνήθειες, τον εαυτό του και το ίδιο του το σπίτι, κάνοντας τα πάντα για να ικανοποιήσει τις δικές της υποθετικές επιθυμίες και να δημιουργήσει μια ιδανική, κοινή ζωή. 

Ένα σπίτι που γκρεμίζεται και ύστερα μια περιουσία που κινδυνεύει να καεί ολόκληρη, δείχνει την ανάγκη του ανθρώπου του τότε – και όχι μόνο- να εξαφανίσει ό,τι τον συνδέει με το παρελθόν, στην παρορμητική του απόφαση να φτιάξει κάτι ομορφότερο. Μέσα στο κλίμα της ελληνικής δικτατορίας, όπου όλα τα όνειρα έχουν μπει σε παύση, αναζητά μανιωδώς την ουσία αλλά και στη συντροφιά, και χωρίς να αναρωτηθεί αν είναι πράγματι για αυτόν προσπαθεί να την «φέρει στα μέτρα του». Όμως, η στιγμή της εκπλήρωσης, που αργεί να έρθει, μας φέρνει όλους –όχι ως θεατές, αλλά ως συνένοχους στο ψέμα που χτίζεται- αντιμέτωπους με την σκληρή συνειδητοποίηση πως αν κάτι δεν είναι φτιαγμένο για εμάς, δεν μπορούμε να το πλάσουμε έτσι ώστε να γίνει, και ότι αν το αποπειραθούμε, θα χάσουμε και εμάς τους ίδιους.   

4) Bella, Θέλγια Πετράκη (2020)

Αφήγηση της Ανθής, η οποία ξετυλίγεται με πλάνα από παλιά βιντεοκάμερα, σαν να παρακολουθείς κασέτα με οικογενειακές αναμνήσεις. Παρακολουθούμε το πορτρέτο μιας γυναίκας και της οικογένειάς της στη χαοτική Αθήνα του ’80, βιώνοντας μια εποχή που ήρθε για να φέρει την ελπίδα σε μια γενιά γεμάτη αποτυχημένες κοινωνικές επαναστάσεις, πολιτικούς αναβρασμούς και  χαμένα αιτήματα ελευθερίας. Μια εποχή, στην οποία τελικά η αφηγήτρια, «αισθάνεται τη ζωή πολύ δύσκολη». 

Και όλα αυτά τα παράπονα, διασκορπισμένα στις επιστολές της Ανθής στον έρωτά της, ο οποίος βρίσκεται σε μια σοβιετική χώρα αναζητώντας την καλύτερη ζωή, και να πούμε την αλήθεια, δεν μοιάζει να επιθυμεί ιδιαίτερα τον επαναπατρισμό του (ή τον επιθυμεί τόσο που αναλώνεται σε εφήμερες διασκεδάσεις αντιπερισπασμού). Δύο άνθρωποι λοιπόν, που βάσιζαν την ευτυχία τους σε μια εποχή που ποτέ δεν ήρθε, και μια «αγάπη που έγινε εμμονή», επιβεβαιώνοντας τον φόβο της ματαίωσης και την ανάγκη του ανθρώπου να πλάθει στο μυαλό του την ιδανική ζωή, χωρίς να είναι πάντοτε έτοιμος να αφήσει στην άκρη την ασφάλειά του για να την ζήσει.

0 comments