Του Βαγγέλη Αγγέλου,
Πόσες και πόσες φορές έχει τύχει να βρεθείτε σ’ ένα οικογενειακό τραπέζι που εξελίχθηκε σε απόλυτη καταστροφή; Κακόγουστα αστεία, αδιάκριτες ερωτήσεις και αμφιλεγόμενες πολιτικές τοποθετήσεις είναι μόνο μερικά από τα συστατικά που συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα που δύναται να μετατρέψει μια οικογενειακή στιγμή στο απόλυτο χάος. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που κάποιες αποκρουστικές αλήθειες έρθουν στο φως;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δόθηκε το 1998 όταν και κυκλοφόρησε στις αίθουσες η ταινία Festen (γνωστή και ως ‘’Οικογενειακή Γιορτή’’) που σκηνοθέτησε ο Δανός σκηνοθέτης, Thomas Vinterberg. Το σενάριο της ταινίας υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης καθώς και ο Mogens Rukov. Ο Helge, ένας εύπορος επιχειρηματίας και οικογενειάρχης, αποφασίζει να παραθέσει γεύμα στο ξενοδοχείο που ανήκει στον ίδιο με αφορμή τα εξηκοστά γενέθλιά του, παρουσία πλήθους συγγενών και φίλων. Όλα βαίνουν καλώς μέχρι που o Christian, ο μεγαλύτερος γιος του Helge αποφασίζει να κάνει μια πρόποση. Εκεί αποκαλύπτει σε όλους τους παρευρισκόμενους πως τόσο εκείνος όσο και η αδερφή του (που πρόσφατα αυτοκτόνησε) υπήρξαν θύματα συστηματικής σεξουαλικής κακοποίησης από τον ίδιο τους τον πατέρα κατά την παιδική τους ηλικία.
To Festen αποτελεί την πρώτη ταινία του περίφημου ‘’Δόγματος 95’’, ενός καλλιτεχνικού κινήματος που ιδρύθηκε το 1995 από τον σκηνοθέτη Thomas Vinterberg και τον έτερο Δανό σκηνοθέτη Lars Von Trier. O σκοπός της ίδρυσης αυτού του κινήματος ήταν o ‘’εξαγνισμός’’ της κινηματογράφησης και του κινηματογράφου γενικότερα. Αυτό θα επιτυγχανόταν με την απαγόρευση της χρήσης των ειδικών εφέ ή άλλων μέσων που προστίθενται κατά το μοντάζ και με την ανάδειξη της ιστορίας και των χαρακτήρων της, κάτι το οποίο καταφέρνει υποδειγματικά να κάνει το Festen.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που παρατηρεί κάποιος που βλέπει την ταινία είναι η τρεμάμενη εικόνα. Η κάμερα δεν είναι σταθερή και τα πλάνα κάποιες φορές δεν είναι καθαρά και έτσι ο θεατής αισθάνεται ότι παρακολουθεί υλικό τραβηγμένο από μια βιντεοκάμερα κάποιου καλεσμένου. Με αυτόν τον τρόπο ο θεατής νιώθει σαν να είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της οικογενειακής ‘’γιορτής’’. Παρατηρεί όλα τα γεγονότα σαν να είναι παρών σε αυτά, προβληματίζεται και σοκάρεται που μια φαινομενικά δεμένη οικογένεια διαλύεται μέσα σε μερικές στιγμές. Επίσης, η ολοκληρωτική απουσία οποιασδήποτε μουσικής επένδυσης δεν αποτελεί πρόβλημα καθώς οι κυνικοί διάλογοι και οι άβολες παύσεις είναι στοιχεία που δημιουργούν μια κλιμακούμενη ένταση που δύσκολα θα μπορούσε ν’ αντικατασταθεί από κάποιο μουσικό θέμα. Τα ψήγματα μαύρου χιούμορ που εντοπίζονται σε ορισμένα σημεία της ταινίας ίσως προκαλέσουν ένα μειδίαμα αλλά σε καμία περίπτωση το γέλιο αφού ο θεατής επαναφέρεται στην σκληρή πραγματικότητα της ταινίας. Το Festen καταφέρνει με περίτεχνο τρόπο να αποκαθηλώσει και συγχρόνως να απομυθοποιήσει το φαινόμενο της ευτυχισμένης και τέλειας οικογένειας αναδεικνύοντας τις παθογένειές της. Η οικογένεια του Helge φαίνεται να τα έχει όλα ενώ στην ουσία δεν έχει τίποτα. Πριν αλλά και μετά τις καθηλωτικές αποκαλύψεις του Christian λαμβάνουμε σημαντικές πληροφορίες για τα μέλη της που αποδεικνύουν τον παραπάνω ισχυρισμό. Η μητέρα του Christian μη μπορώντας να συγκρατήσει την αμηχανία της μετά τις αποκαλύψεις, σπεύδει να αποπροσανατολίσει τους σοκαρισμένους καλεσμένους λέγοντας ότι τα λεγόμενα του Christian απλά αποτελούν κακό δείγμα χιούμορ, μη θέλοντας να χαλάσει τη ‘’γιορτή’’. Ο Michael, αδερφός του Christian, ζει υπό την σκιά του αδερφού του, είναι βίαιος και απότομος προς τη σύζυγό του και παράλληλα προσπαθεί να κερδίσει (έστω και μάλλον αργοπορημένα) την προσοχή και την αγάπη του πατέρα του. Η Helene, αδερφή του Christian, παραγκωνίζεται από τους υπόλοιπους συγγενείς της ενώ χαρακτηριστική είναι η σκηνή που φέρνει τον έγχρωμο σύντροφό της στο γεύμα. Ο Christian του επιτίθεται λεκτικά και στη συνέχεια προτρέπει και τους υπόλοιπους καλεσμένους ν’ αρχίσουν να τραγουδούν ένα ρατσιστικό δανέζικο τραγούδι. Το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής σεξουαλικής βίας αποτελεί ένα θέμα-ταμπού που χρειάζεται να έχει μια ιδιαίτερη και προσεκτική προσέγγιση. Ο Vinterberg προσεγγίζει το συγκεκριμένο θέμα με ευαισθησία και κυνισμό πλάθοντας μια τραγική ιστορία γεμάτη από αντιήρωες και σίγουρα χωρίς νικητές και χαμένους. Το τέλος μπορεί να χαρακτηριστεί αισιόδοξο αλλά είναι στην ουσία γλυκόπικρο. Οι μάσκες έχουν πέσει, οι καλεσμένοι είναι μουδιασμένοι εξαιτίας των αποκαλύψεων αλλά τ’ αδέρφια είναι ίσως για πρώτη φορά ενωμένα.
0 comments