Της Νατάσσας Γκόγκου,
Και κάπως έτσι, λοιπόν, έγινε το ποδαρικό μας στους θερινούς κινηματογράφους, μετά από μήνες στέρησης και ταινιών στη μικρή οθόνη του υπολογιστή, ψάχνοντας τον φορτιστή λίγα λεπτά πριν κλείσει από μπαταρία και φορώντας ακουστικά. Και όλοι δώσαμε υπόσχεση στους εαυτούς μας, ότι αυτό το καλοκαίρι θα πηγαίνουμε σε κάθε ταινία που θα φέρνουν οι θερινοί. Καλή ή κακή. Και η πρώτη ταινία που έτυχε να δούμε εμείς, λοιπόν, ήταν το ‘Supernova’.
O Σαμ και ο Τάσκερ, ένας Άγγλος πιανίστας ο μεν, ένας υπερδραστήριος Αμερικανός συγγραφέας ο δε, είναι μαζί είκοσι χρόνια. Η σχέση τους, η επικοινωνία τους, αυτή η τρυφερότητα ακόμη και για τα ελαττώματα του άλλου, είναι που σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή και τους βλέπεις κάτι σαν φίλους σου. Τους ακολουθείς στο road trip τους (που ας είμαστε ειλικρινείς, όλοι το ζηλέψαμε αυτό το roadtrip), τους βλέπεις να χαζεύουν τα αστέρια, να κάνουν μικρά και τόσο αγγλικά αστειάκια, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν καμουφλάρει τη θλίψη και των δύο χαρακτήρων. Γιατί ο Τάσκερ είναι στα πρώτα στάδια της άνοιας και αυτό το roadtrip είναι κάτι παραπάνω από ένα roadtrip.Γιατί ο Τάσκερ είναι αποφασισμένος πως αυτές είναι οι τελευταίες τους ευτυχισμένες στιγμές μαζί, όσο ο Σαμ παλεύει να κρατήσει την παλιά τους ζωή ζωντανή.
Οι καθηλωτικές ερμηνείες και των δύο ηθοποιών, που ταυτόχρονα είναι και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, έρχονται να σε ρουφήξουν μέσα στην ταινία. Από τη μία, ο Σαμ (Colin Firth), γνήσιος Άγγλος που προτιμάει να βράσει μέσα στα προβλήματα και τις ανησυχίες του, παρά να τα εκδηλώσει. Η στάση του Σαμ είναι μια στάση άρνησης και ταυτόχρονα μια στάση εγωιστική. Όσο εγωιστική μπορεί να είναι η αγάπη. Όσο εγωιστική μπορεί να είναι η αδυναμία κάποιου να αποχωριστεί έναν άνθρωπο που αγαπάει. Αρνείται ότι τα πράγματα χειροτερεύουν και ας τα βλέπει. Αρνείται ότι όλα έχουν πάρει μια πτωτική πορεία, παρόλο που παρακολουθεί κάθε κίνηση του Τάσκερ (Stanley Tucci). Κάθε αδυναμία να κουμπώσει το πουκάμισο του, κάθε αδυναμία να διαβάσει ή να θυμηθεί έναν δρόμο. Σε όλους απαντάει «Είναι καλά. Είμαστε καλά», αλλά δεν πείθει ούτε τον εαυτό του. Αλλά πόσες φορές έχουμε πείσει τους εαυτούς μας ότι όλα είναι καλά με την ελπίδα μια μέρα όντως να είναι?
Όταν τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο, όταν καταλαβαίνει ότι έχουν απομακρυνθεί πολύ από το «όλα καλά», τότε βγαίνουν στην επιφάνεια οι φόβοι και οι πραγματικές αιτίες. Ο φόβος της μοναξιάς και του αποχωρισμού, η ανάγκη να φροντίσεις και να είσαι εκεί για το αγαπημένο σου άτομο μέχρι και την τελευταία στιγμή. Γιατί το τελευταίο που σου μένει είναι η αφοσίωση. Μετατρέπουμε την αγάπη σε έργο. Τον έρωτα και τον πόνο σε δουλειά. Ο,τιδήποτε είναι καλύτερο, από το να τον χάσει και να μείνει μόνος του.
Από την άλλη ένας άνθρωπος που δίνει μια εσωτερική πάλη. Μια πάλη εμφανή σε κάθε σπασμό του προσώπου, σε κάθε βλέμμα στο κενό. Κι εδώ κάπου ένα πολύ μεγάλο μπράβο για την τρομερή ερμηνεία του Stanley Tucci. Όσο ο Σαμ παλεύει να κρατήσει τα βασικά της παλιάς τους ζωής, όσο παλεύει να προβλέψει κάθε ανάγκη, ο ίδιος έχει πιο σταθερό πάτημα. Γιατί είναι ένας άνθρωπος έξυπνος, ένας συγγραφέας που έχει δει την ιστορία της ζωής του να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του. Αγαπάει βαθιά, αγαπάει όπως θα έπρεπε όλοι να αγαπάμε, και εν τέλει αυτή η αγάπη είναι που τον οδηγεί στην απόφασή του.
Αποφασίζει να βάλει ένα τέλος. Η ζωή του έχει γίνει ξένη, χάνει τον εαυτό του, χάνει τον έλεγχο και ξέρει πως όλα μόνο χειρότερα θα γίνονται από εδώ και πέρα. Και ένας άνθρωπος με μια επιτυχημένη και χαρούμενη ζωή πώς να το διαχειριστεί αυτό?
Μέσα από απλές συζητήσεις, αφήνει μετέωρα και κάποια ζωτικά ερωτήματα και προβληματισμούς του, που έρχονται να ερεθίσουν αυτούς τους μικρούς νευρώνες στον εγκέφαλό μας και μας κάνουν να δούμε την ιστορία, όχι ως ένα φανταστικό παραμυθάκι, αλλά ως κάτι απτό, καθημερινό, ίσως και κοντινό μας. «Δεν πρέπει να πενθούμε κάποιον όσο ζει». Χωρίς να το βροντοφωνάζει, η ταινία μας δείχνει πόσο περίπλοκη είναι η διαχείριση ενός ατόμου με άνοια, ή γενικότερα κάποια τερματική νόσο, και πόσο δύσκολο είναι να εστιάσεις από ένα σημείο και μετά στον άνθρωπο ως άνθρωπο, και όχι στον άνθρωπο ως την ασθένειά του. «Έχω γίνει ένας επιβάτης». Πόσο δεδομένα παίρνουμε κάποια πράγματα, πόσο δεδομένο παίρνουμε ότι θα ξυπνήσουμε το πρωί και θα αναγνωρίσουμε τα άτομα γύρω μας, πόσο δεδομένο παίρνουμε ότι θα δώσουμε εντολή στο πόδια μας να κινηθούν και αυτά θα περπατήσουν. Και πόσο εύκολα, πραγματικά, μπορεί ο οποιοσδήποτε να χάσει τον έλεγχο της ζωής του και να γίνει ένας επιβάτης της ίδιας του της ύπαρξης.
Και ενώ η ταινία εστιάζει στους δύο ξεχωριστούς τρόπους που δύο άνθρωποι αγαπάνε, εστιάζει και σε κάτι ακόμη. “Πώς καταλαβαίνεις ότι ήρθε η ώρα να αφήσεις κάτι?”. Η άνοια του Τάσκερ από την αρχή της ταινίας είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο, αλλά δεν βλέπουμε το ζευγάρι να το συζητάει. Γίνονται νύξεις, γίνονται προσπάθειες, αλλά καμία ουσιαστική συζήτηση. Μέχρι που φτάνει η στιγμή που καθισμένοι σε ένα τραπέζι κοιτάνε πραγματικά ο ένας τον άλλον στα μάτια. Που ακούει ο ένας πραγματικά τον άλλον. Που η αγάπη δεν είναι να είστε μαζί για πάντα, αλλά οι στιγμές και η σημασία τους. Που η αγάπη δεν είναι μόνο να κρατάς κάποιον δίπλα σου, αλλά να μαθαίνεις και να τον αφήνεις. Να λες αντίο όσο είστε ακόμα εσείς και αυτό το αντίο να σημαίνει πραγματικά κάτι.
Δεν είναι μια ακόμη ταινία για την άνοια. Δεν νιώθεις οίκτο, δεν νιώθεις λύπηση. Είναι μια ταινία αγάπης. Αυτής της ώριμης και σοφής αγάπης. Και τις αποφάσεις που μας οδηγεί να πάρουμε. Βγαίνουμε λίγο πιο μορφωμένοι από αυτή την ταινία, καταλαβαίνουμε λίγα πράγματα παραπάνω. Μέσα από τα μάτια ενός ζευγαριού που έχει ζήσει όλη τη ζωή του μαζί, ενός ζευγαριού με καριέρες, φίλους και αναμνήσεις που βλέπει τα πράγματα να αλλάζουν και φοβάται στην ιδέα. Αλλά και μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που μια αρρώστια τον οδηγεί να προστατεύει τόσο τη δική του παλιά ζωή και εαυτό όσο και τον άντρα που αγαπάει.
Και γι’ αυτό, ίσως, δεν νιώθουμε συντετριμμένοι τελικά. Γιατί κάποια αστέρια όταν πεθαίνουν λάμπουν εντονότερα.
0 comments