Χρονικό ενός καλοκαιριού, Παρίσι 1960. Εκεί μας τοποθετεί το ξεκίνημα της ταινίας Chronicle of a Summer σε σκηνοθεσία των Edgar Morin (1921-) και Jean Rouch (1917- 2004). Πρόκειται για μία ταινία εξίσου πρωτοποριακή όσο και τολμηρή για την εποχή της που ωστόσο δεν χαίρει της αναγνώρισης που της αξίζει. Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί είναι να την αναδείξει στους αναγνώστες.
Αφότου η ταινία τοποθετήσει τον θεατή στον χωροχρόνο της, η φωνή ενός αφηγητή δηλώνει:
"Αυτή η ταινία, δεν είναι παιγμένη από ηθοποιούς, αλλά την έχουν ζήσει άντρες και γυναίκες που αφιέρωσαν στιγμές απ'την ύπαρξή τους σε μία νέα εμπειρία cinéma-vérité."
Κάπως έτσι γεννήθηκε η σχολή του cinéma-verité που στα ελληνικά μάλλον θα μεταφραζόταν ως "σινεμά αλήθειας". Οι Μορέν και Ρους ήταν κατ’επάγγελμα κοινωνιολόγος και ανθρωπολόγος αντίστοιχα, ωστόσο συναναστρέφονταν τον κύκλο δημιουργών και θεωρητικών πίσω απ’τα cahiers du cinéma. Συνεπώς οι προσλαμβάνουσές τους εκτός από κινηματογραφικές ήταν και επιστημονικές. Πρωταρχικός τους στόχους λοιπόν όταν σκηνοθετούσαν το Χρονικό, ήταν να καταγράψουν τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις των Παριζιάνων της εποχής. Ένας δεύτερος στόχος τους, λαμβάνοντας υπόψη την επιστημονική τους ιδιότητα αλλά και την εναρκτήρια δήλωση της ταινίας, πρέπει να ήταν μία απόπειρα καταγραφής κάποιου είδους αλήθειας.
Για την επίτευξη του πρώτου τους στόχου, συμπεριλαμβάνουν στην ταινία μαρτυρίες και συνεντεύξεις ανθρώπων διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Μία επιζήσασα στρατοπέδου συγκέντρωσης, ένας νεαρός φοιτητής από την Ακτή Ελεφαντοστού, Γάλλοι φοιτητές που αρνήθηκαν να στρατολογηθούν στον πόλεμο της Αλγερίας, άτομα της μεσαίας τάξης, παιδιά και πολλοί άλλοι συνθέτουν αυτό το μωσαϊκό από πορτρέτα σε μία θαρραλέα απόπειρα καταγραφής του ταραχώδους κλίματος της εποχής. Αν και κάποιες απόψεις των συμμετεχόντων σήμερα θεωρούνται προβληματικές, οι δημιουργοί δεν φαίνονται να μεροληπτούν υπέρ τους.
Για τον δεύτερό τους στόχο, εκείνον της καταγραφής κάποιας αλήθειας, που βρίσκεται εξάλλου στον πυρήνα του cinéma-verité, κυρίως έχει μιλήσει ο ένας από τους δύο σκηνοθέτες, ο Ζαν Ρους. Έχοντας αφήσει πίσω του ιδιαίτερα σημαντικό έργο, τόσο για το σινεμά όσο και για τον κλάδο της οπτικής ανθρωπολογίας, ο Ρους είχε αναπτύξει κάποιες δικές του δημιουργικές θεωρίες πάνω στην κινηματογραφική διαδικασία. Η προσέγγισή του ήταν πάντα αυτοσχεδιαστική, τόσο για τα εικονιζόμενα άτομα όσο και για τον ίδιο, καθότι επέλεγε να είναι ο ίδιος οπερατέρ και να λειτουργεί με το μικρότερο δυνατό συνεργείο. Θεωρούσε πως η κάμερα διαταράσσει την κατάσταση ηρεμίας ενός ανθρώπου, ο οποίος γνωρίζει πλέον ότι αποτελεί αντικείμενο παρατήρησης. Ωστόσο, μέσα σε αυτή τη συνθήκη όπου το εικονιζόμενο άτομο γνωρίζει ότι καταγράφεται από την κάμερα και ταυτόχρονα η κάμερα αναγνωρίζει τη θέση της ως εξωτερικός παρατηρητής, δημιουργείται μία νέα αλήθεια της οποίας η κάμερα είναι συν δημιουργός. Ο Ρους βιώνει μαζί με τους πρωταγωνιστές του ό,τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή χρησιμοποιώντας την κάμερα σαν κάποιου είδους "μηχανικό μάτι". Μάλιστα μίλησε για ciné-trance, κινηματογραφική έκσταση την οποία μοιράζονται οι δύο πλευρές κατά τη διάρκεια αυτών των αυτοσχεδιαστικών γυρισμάτων.
Βλέποντας την ταινία, γίνεται εμφανές ότι οι σκηνοθέτες της είχαν επηρεαστεί από το ρεύμα σκέψης που γέννησε τη nouvelle vague και είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από σκηνοθέτες του ρεύματος είναι επιρροές (μεταξύ άλλων) και από τη συγκεκριμένη ταινία. Τεχνικές όπως το μη γραμμικό μοντάζ, η απεύθυνση στην κάμερα και η αυτοαναφορικότητα που συναντώνται στις ταινίες του νέου κύματος, έχουν ως σκοπό την αποδόμηση της ψευδαίσθησης της αλήθειας που δημιουργεί ο κινηματογράφος. Έννοιες όπως εκείνη της κάμερας-στυλό, βρίσκουν εφαρμογή στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, το οποίο εδραίωσε την αισθητική του πριν εκείνη υιοθετηθεί από τη μυθοπλασία της nouvelle vague. Ο Ρους παρακολουθεί με τόλμη τους εικονιζόμενους κρατώντας την κάμερα στο χέρι, πράγμα εξαιρετικά ασυνήθιστο για το σινεμά και την τηλεόραση της εποχής. Η κάμερα στις συνεντεύξεις παρακολουθεί με προσοχή τα πρόσωπα των ομιλούντων σε πολύ κοντινά κάδρα καθώς εκείνοι γελούν, κλαίνε, θυμώνουν και στοχάζονται. Ωστόσο δεν είναι λίγες οι φορές που οι σκηνοθέτες μας υπενθυμίζουν την παρουσία τους κάνοντας ερωτήσεις ή συντονίζοντας τη συζήτηση.
Το ντοκιμαντέρ, κατά το γαλλικό έθιμο, κλείνει με το κάπνισμα και τον στοχασμό των δύο σκηνοθετών πάνω στο αποτέλεσμα και ειδικότερα στο κατά πόσο επιτεύχθηκε ο σκοπός του cinéma-vérité. Ακόμη και οι ίδιοι οι δημιουργοί δεν μπορούν να δώσουν ξεκάθαρη απάντηση, δηλώνουν ωστόσο ότι σε αντίθεση με άλλες ταινίες δεν προσπάθησαν να χειραγωγήσουν το κοινό. Είναι δύσκολο εξάλλου να μιλήσει κανείς με σιγουριά για την αλήθεια και το κατά πόσο αυτή υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει στο σινεμά. Ο Ζαν Ρους ήταν ιδιαίτερα αντίθετος στο να γράφονται θεωρίες για το έργο του, οπότε όπως θα ήθελε και ο δημιουργός, αφήνω το καθένα να δει την ταινία και να βγάλει δικά του συμπεράσματα.




0 comments