25ο ΦΝΘ: Πολωνικές Προσευχές - Θεέ μου, τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε…
Κυριακή 05 Μαρτίου, λίγο μετά τις 2:00 το μεσημέρι. Βρίσκομαι στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Στην αίθουσα, λοιπόν, επικρατεί μια ατμόσφαιρα ημιπένθιμη, πλανάται στον αέρα ένα αίσθημα χαρμολύπης. Διότι ανέκαθεν το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, όπως και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ήταν μια γιορτή για τη πόλη, το σινεμά, τη κοινωνία. Πώς, όμως, είναι δυνατόν να γιορτάσει κανείς, αναρωτιέμαι, όταν το ίδιο το κράτος δολοφονεί, όταν η πολιτεία κλείνει τον έναν μετά τον άλλο τους κινηματογράφους και πνίγει την τέχνη.
Αν μη τι άλλο, είμαστε κάποιοι αρκετά τυχεροί που μπορούμε να πούμε ότι το σινεμά, πέρα από μέσο παρατήρησης, αποδόμησης και διεκδίκησης της ζωής, είναι ταυτόχρονα και μέσο απόδρασης από τις φρίκες της.
Το Ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε την Κυριακή εκείνη, στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη της Αποθήκης Δ στο λιμάνι, ήταν το Polish Prayers (Πολωνικές Προσευχές), της Hana Nobis. Στη προβολή παρευρέθηκε και η Esther van Messel, παραγωγός του ντοκιμαντέρ, η οποία στο τέλος απάντησε σε ερωτήσεις του κοινού.
Το Polish Prayers μας διηγείται, μέσα από τον εκλεπτυσμένο φακό μιας κάμερας, την αληθινή ιστορία του Άντεκ, ενός νεαρού Πολωνού και μέλους μιας χριστιανικής αδελφότητας. Η ζωή και οι απόψεις του Άντεκ περιστρέφονται γύρω από τη θρησκεία του και τα ιδανικά της αδελφότητας, τα οποία εκείνος εμπιστεύεται και ακολουθεί τυφλά.
Ακροδεξιές ιδεολογίες, στερεότυπα, απόρριψη και φόβος απέναντι σε εκείνα που η κοινωνία στιγματίζει ως διαφορετικά είναι μερικά στοιχεία που συνθέτουν τις πεποιθήσεις της αδελφότητας και αντικατοπτρίζονται στο κοσμοείδωλο του Άντεκ. Μια από τις πρώτες ενέργειες, μάλιστα, στις οποίες τον παρακολουθούμε, είναι η συμμετοχή του σε αντιδιαδήλωση του pride.
Παράλληλα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε εντελώς ότι, παρόλες τις προκαταλήψεις του, ο Άντεκ νοιάζεται για την οικογένειά του και τους ανθρώπους στον περίγυρό του και είναι ένας νέος με ευαισθησίες, ένας νέος που συχνά συζητά ό,τι τον προβληματίζει με τους δύο χωρισμένους γονείς του και με φίλους του από την αδελφότητα.
Περισσότερο, βέβαια, θα λέγαμε ότι παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ, γινόμαστε θεατές της μεταμόρφωσης του Άντεκ και όχι της απλής πορείας του. Έναυσμα αυτής της μεταστροφής θα αποτελέσει για τον ίδιο η πρώτη του σοβαρή σχέση, με μία κοπέλα διαφορετικής κοσμοθεωρίας. Παρόλη την γνησιότητα της αγάπης τους, το χάσμα ανάμεσα στις αντιλήψεις των δύο νέων θα είναι ο λόγος του χωρισμού τους και ταυτόχρονα η αιτία που θα βυθίσει τον Άντεκ σε αμφιβολίες και σκέψεις για τη δική του φιλοσοφία.
«Είδα σε εκείνη ότι μπορεί να ζει χωρίς Αυτόν (τον θεό) αλλά να είναι όμορφη και ηθική», εκμυστηρεύεται σε έναν φίλο του.
Όταν μετά από λίγο καιρό, του τίθεται το ερώτημα αν πιστεύει στην αδελφότητα, εκείνος απαντά: «απλά δεν πιστεύω στον θεό».
Έτσι λοιπόν, ο Άντεκ, αποβάλλει σιγά-σιγά τον συντηρητισμό και υιοθετεί προοδευτικές και συμπεριληπτικές ιδέες, ενώ παράλληλα εξερευνάει την ταυτότητά του. Μετά και την καταλυτική περίοδο της πανδημίας, κάνει νέες παρέες, αποκτά καινούριες εμπειρίες. Πλέον, σκέφτεται και μιλάει διαφορετικά, ακούει διαφορετικά, ντύνεται, τρώει, συμπεριφέρεται διαφορετικά. Είναι, με λίγα λόγια, ένας εντελώς αλλιώτικος άνθρωπος.
Το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε σε διάρκεια πέντε περίπου ετών. Αρχικά, η σκηνοθέτης ξεκίνησε ακολουθώντας την χριστιανική αδελφότητα. Αφού, όμως, αφουγκράστηκε την ανήσυχη φύση του Άντεκ, τις φουρτούνες των δισταγμών και της αμφιταλάντευσής του, τα τελευταία δύο χρόνια η ιστορία εστιάστηκε σε εκείνον.
Έτσι, το μικρό crew του ντοκιμαντέρ -η σκηνοθέτης, ο cameraman και μια ηχολήπτης- αποπειράθηκαν να σκιαγραφήσουν την ιδιαίτερη και ευαίσθητη μεταμόρφωση του Άντεκ, σεβόμενοι την ιδιωτικότητα του και δίχως να υπερβαίνουν τα όριά του. Γι’ αυτό, ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του εκτυλίσσεται πίσω από τη κάμερα. Ίσως προσδίδει μια ευγενική αλήθεια αυτό, μια κομψότητα…
Στη συζήτησή της με το κοινό, η παραγωγός Esther van Messel εξέφρασε πως, αρχικά, στόχος του ντοκιμαντέρ ήταν να φτιαχτεί ένα φιλμ για τους ακροδεξιούς, τους φασίστες χωρίς όμως να τους εξυψώνει ή να εξυγιάνει τις προθέσεις ή πρακτικές τους. Ταυτόχρονα, τόνισε την έντονη παρουσία της θηλυκότητας στο ντοκιμαντέρ, με την έννοια ότι η μετάβαση του Άντεκ, τόσο όπως τη βιώνει ο ίδιος όσο και όπως τη βλέπουμε ως θεατές, διηθείται μέσα από τις γυναίκες στη ζωή του- τη μητέρα του και τις εκάστοτε κοπέλες του- καθώς και τα ερεθίσματα που λαμβάνει εκείνος από τη κάθε μια.
Κλείνοντας στοχαστικά την συζήτηση, η Esther van Messel επέλεξε ένα Εβραϊκό ρητό που άκουγε συχνά στην ανατροφή της.
Συγκεκριμένα ανέφερε, «Όταν προσεγγίζεις τη θρησκεία, πλησιάζεις τις απαντήσεις. Όταν απομακρύνεσαι από αυτήν, φτάνεις στις ερωτήσεις».
«Πιστεύω πως ο Άντεκ είναι ακόμη μπερδεμένος», πρόσθεσε.
Μεταξύ μας, δεν συμφωνώ ιδιαίτερα με το γνωμικό. Ο Άντεκ φαίνεται όντως σαστισμένος και ανασφαλής, όπως άλλωστε κάθε άτομο που αναζητά τη ταυτότητά του σε έναν αβέβαιο κόσμο που καταρρέει. Οι σκέψεις και τα ερωτήματά που προκύπτουν και συγκρούονται μέσα του είναι πληθώρα, σίγουρα πολύ περισσότερα από ό,τι πριν, όταν και ακολουθούσε άκριτα ένα δόγμα. Ο Άντεκ τώρα, χαράσσει τη πορεία του και πλάθει το κόσμο γύρω του με βάση τη δική του ατομικότητα. Μεταξύ μας, λοιπόν, και πάλι, θεωρώ πως βρίσκεται πιο κοντά στις απαντήσεις από ό,τι ήταν ποτέ…
Ή με λόγια του ποιητή και συγγραφέα Charles Bukowski:
“For those who believe in God, most of the big questions are answered. But for those of us who can't readily accept the God formula, the big answers don't remain stone-written. We adjust to new conditions and discoveries. We are pliable. Love need not be a command nor faith a dictum. I am my own god. We are here to unlearn the teachings of the church, state, and our educational system. We are here to drink beer. We are here to kill war. We are here to laugh at the odds and live our lives so well that Death will tremble to take us.”
Βγήκα, κάπως έτσι, από την αίθουσα με μια ελπίδα ότι αλλάζει ο άνθρωπος και μαζί του μπορεί να αλλάξει ο κόσμος. Πολύτιμο αγαθό η ελπίδα στις μέρες μας…
“Can you remember who you were, before the world told you who you should be?” - Charles Bukowski



0 comments