Δεν ξέρω πώς να ξεκινήσω. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω ούτε πώς να συνεχίσω, ούτε πώς να τελειώσω. Δεν ξέρω τίποτα. Μιλάω για το κείμενο ή για τη ζωή μου; Έχω ήδη διανύσει τεράστιες αποστάσεις, ως ενήλικη, και δυσκολεύομαι να φτάσω στο τέλος μιας σελίδας. Το μετάνιωσα. Αν ήμουν παιδί, θα ήξερα τί πρέπει να κάνω. Όταν το παιδί είναι παιδί, ξέρει τα πάντα. Ξέρει ότι θέλει να γίνει συγγραφέας, ή ζωγράφος. Κοιτάζει στα μάτια τους αγγέλους που περιπλανιούνται στους δρόμους και αιωρούνται πάνω από το κεφάλι του. Τους ξεχωρίζει ανάμεσα στο πλήθος και εκπλήσσεται κάθε φορά. Θέλω να ξαναγίνω παιδί. Θέλω να είμαι σίγουρη.
Τίποτα δεν είναι όπως το περίμενα. Για αυτό βιαζόμουν τόσο πολύ να μεγαλώσω; Καλύτερα να γυρίσω πίσω. Κουράστηκα. Ξυπνάω και παίρνω το τρόλεϊ για τη δουλειά. Παίρνω ένα χάπι για τον πονοκέφαλο. Θα γυρίσω ξανά στο σπίτι για να κοιμηθώ, να ξυπνήσω και να πάρω το τρόλεϊ για τη δουλειά την επόμενη μέρα. Έχω αφήσει έναν απλήρωτο λογαριασμό πάνω στο καλοριφέρ, που δεν άναψε για άλλον ένα χειμώνα. Και έφτασε κιόλας η άνοιξη. Είναι Σάββατο πρωί και καθαρίζω το σπίτι, που όλη την εβδομάδα μοιάζει με το χώρο, όπου το σώμα μου είναι καταδικασμένο να επιστρέφει, μετά από κάθε άσκοπη μετακίνηση. Είναι Σάββατο βράδυ και ένας άγγελος ακουμπάει πάνω στον ώμο μου, καθώς κινούμαι νωχελικά στο ρυθμό της αγαπημένης μου μουσικής, ανάμεσα σε θνητούς και αγγέλους. Δεν μπορώ να τους διακρίνω. Δεν είμαι πια παιδί. Με παρατηρούν. Στέκονται στη γωνία και διαβάζουν τις σκέψεις μου. Περνάνε δίπλα μου και νιώθω την αύρα τους, μόνο που την ερμηνεύω σαν απλό ανοιξιάτικο αεράκι.
Δεν είμαι πια παιδί, κι όμως, πού και πού, φέρομαι σαν τέτοιο. Όταν το παιδί είναι παιδί, μπορεί ακόμα να χαίρεται με τα μικρά, καθημερινά πράγματα. Έτσι και σήμερα. Είναι Κυριακή απόγευμα και κάνω βόλτα στη γειτονιά μου. Ένα μπαλόνι χορεύει σε έναν άδειο χώρο πάρκινγκ και το φωτογραφίζω με την κάμερά μου. Το φλας το τυφλώνει, κινείται ακανόνιστα, για λίγο, εδώ κι εκεί και ύστερα χάνεται. Αν ήμουν παιδί, θα έβλεπα έναν άγγελο να το τραβάει από ένα σχοινί. Συνεχίζω τη βόλτα, γνωρίζοντας ότι σε ένα μικρό κομμάτι από το ρολό του φιλμ μου, ζει αιώνια ένα μπαλόνι. Λίγο πιο κάτω συναντάω το εργοτάξιο, που μοιάζει να αποτελεί πλέον το κύριο έκθεμα του σύγχρονου “μουσείου του δρόμου”. Λίγες ώρες πριν, χιλιάδες κόσμου πλημμύριζαν κάθε γωνιά του, φωνάζοντας για τις ζωές τους, για τις ζωές των παιδιών που κάποτε ζούσαν μέσα τους και ονειρεύονταν αγγέλους και για τις ζωές των παιδιών που έγιναν άγγελοι.
Καθισμένος σε ένα miradouro, ένας άγγελος με παρατηρεί. Δεν με καταλαβαίνει. Θέλει να ζήσει όλα αυτά που έχω σιχαθεί, να αισθανθεί όλα αυτά που από συνήθεια έχω πάψει να αισθάνομαι, γιατί τα θεωρώ δεδομένα. Είναι έτοιμος να απαρνηθεί την αιθέρια υπόστασή του, αυτή που του επέτρεψε να σταθεί πάνω και έξω από όλα, αόρατος σε όλους (εκτός από τα παιδιά), χωρίς την παραμικρή συνέπεια. Θα πρέπει να τρελάθηκε! Σίγουρα είναι τρελός αυτός που τα παρατάει όλα για την αγάπη.
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε, ακολουθώντας το μοτίβο της ταινίας, στην οποία δύο άγγελοι παρατηρούν, σαν εξωτερικοί παρατηρητές, τους απλούς ανθρώπους, χωρίς να μπορούν να αλληλεπιδράσουν με αυτούς, περιπλανώμενοι, συζητώντας για την ιστορία του κόσμου και τα απλά πράγματα, που γράφουν την “ποίηση της καθημερινότητας”, ώσπου ο ένας επιλέγει να βρεθεί σαν θνητός στη Γη, ορμώμενος από την αγάπη του για τη ζωή και μια γυναίκα.





0 comments