Blind Chance: Και η τύχη έχει αυτιά

 

Ο Kieslowski, το 1981, δημιούργησε ΤΗΝ ταινία, μια ταινία που θα μπορούσε να είναι η πρώτη και η τελευταία πολλών. Σε 2 ώρες έδωσε παραπάνω απαντήσεις από όσες χωράει η λογική της ανθρώπινης φύσης. 

Η Τύχη (Blind Chance // Przypadek) είναι η λογοκριμένη ταινία του Krzysztof Kieslowski που οι Πολωνικές Αρχές του ’80 αγάπησαν να σιχαθούν, για αυτό και είδε το φως της δημοσιότητας το 1987, με κομμένες σκηνές, τόσες που ένα μικρό κομμάτι της χάθηκε τελείως. Σχολιάζει έντονα την πολιτική σκηνή της Πολωνίας, το Κόμμα και την Θρησκεία. Χαρακτηρίστηκε ως μια από τις καλύτερες ταινίες του, ίσως και η καλύτερη και πιο αυθεντική. 

Ο Witek (Boguslaw Linda), φοιτητής ιατρικής, κυνηγάει ένα τρένο, ενώ αυτόν τον κυνηγάνε τα δευτερόλεπτα και ίσως μπορούμε με ασφάλεια να πούμε, πως πάντα τον κερδίζουν, είτε προλαβαίνει το τρένο, είτε όχι. Γιατί η ζωή σε προλαβαίνει πάντα, όσο κι αν τρέξεις, όσο και αν εσύ αλλάζεις ρότα, καθυστερώντας τα, μάλλον, ήδη γραμμένα. Η σκηνοθετική ματιά να χωριστεί η ταινία σε 3 αφηγήσεις της «ίδιας» ιστορίας, με σχεδόν κοινή αρχή και διαφορετική συνέχεια, επηρέασε, μεταγενέστερα, πολλούς, όπως τον Peter Howitt στο Sliding Doors (1998), τον Tom Tykwer στο Lola Rennt (1998) και τον Jaco Van Dormael στο Mr. Nobody (2009).

Τι να κάνουμε, το Φαινόμενο της Πεταλούδας κανέναν δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο. Πως λίγα δεύτερα μπορούν να αλλάξουν την ζωή κάποιου – δραματικά. Ίδιους ανθρώπους θα συναντήσουμε, με διαφορετική ένταση. Με διαφορετικές κινήσεις, θα βρεθούμε στα ίδια μέρη. 

Πως να πιάσεις το τρένο που φεύγει;

Απόπειρα Νο1 και τι μάθαμε για την Ζωή.

• Όταν μεγαλώνουμε συνειδητοποιούμε πως οι ΑΥΣΤΗΡΟΙ μας γονείς, μάλλον δεν ήταν και τόσο αυστηροί όσο νομίζαμε.

• Είμαστε τυχεροί να κλαίμε τους δικούς μας που χάσαμε, απ’ το να έχουμε προβλήματα με τον νόμο. 

• Όταν πιστεύουμε, επί χρόνια, πως οι κινήσεις μας γίνονται για χάρη άλλων και έρχεται η στιγμή που μπορούμε να το σταματήσουμε αυτό, εμείς έχουμε αναλωθεί τόσο στην προσπάθεια, ξεχνώντας εμάς, τα θέλω μας, τις ανάγκες μας, τι μας ενοχλεί πραγματικά. Με λίγα λόγια, μας παρατήσαμε.

• «Κάθε ιδέα έχει μια περίοδο λαθών. Η Ιερά Εξέταση ήταν η χειρότερη ιδέα. Αλλά οι άνθρωποι πέθαιναν για την πίστη τους», έτσι και Εκεί χάνουν την ελευθερία τους στην ταμπέλα της οργάνωσης. Χάνουν αυτό για το οποίο παλεύουν. Το Κόμμα μίλησε και είπε.

• Αποφεύγουμε να μιλήσουμε για το ερωτικό μας παρελθόν στο νυν πρόσωπο, όπως ο Διάολος το λιβάνι. Γιατί; Αφού είναι ό,τι μας έχει καθορίσει. Είναι το βαρύ παρελθόν μας που επηρεάζει παρόν και μέλλον και εμείς το κρατάμε κρυφό. 

Απόπειρα Νο2, Η γλύκα του Παράνομου και Ο Θεός

Παράνομη διανομή βιβλίων, παράνομες ουσίες, παράνομοι έρωτες, παράνομα απατάς τον σύζυγο σου, παράνομες μαζώξεις, παράνομα lives, παράνομα κυνηγάς το τρένο του οποίου έχεις πληρώσει τα ναύλα, παράνομα κατουράς τον σταθμό, παράνομα δίνεις στέγη στους κυνηγημένους και απελπισμένος πια, βαφτίζεσαι, πιστεύοντας πως έτσι θα δράσεις, θα αντιδράσεις, θα νιώσεις ζωντανός και θα σωθείς.

Απόπειρα Νο3 και δεν ανήκω πουθενά 

Αγαπάς και σέβεσαι τους γονείς σου, παίρνεις το πτυχίο, παντρεύεσαι, κάνεις οικογένεια, παιδιά, ακαδημαϊκή καριέρα. Ούτε πρώτος έρωτας, ούτε παράνομος έρωτας. Δεν έμαθες ποτέ τι είσαι ικανός να κάνεις, που μπορείς να φτάσεις και για τι κόσμο θα πάλευες, ενώ δεν θα πίστευες στιγμή σε αυτόν. Δεν ανήκω σε κανένα Κόμμα, καμία Παράταξη, καμία Θρησκεία, κανέναν Θεό. Δεν έχω παρελθόν, δεν χτίζω Παρόν, δεν με νοιάζει το Μέλλον. Ποιο Μέλλον στην τελική και ποια Ιδέα;!

Ο Kieslowski δίνει απάντηση σε ένα απ’ τα μεγαλύτερα ερωτήματα. Η μοίρα μας είναι προκαθορισμένη ή υπάρχει ελεύθερη βούληση και εμείς την καθορίζουμε; Η απάντηση είναι κάπου στην μέση (η προσωπικά αγαπημένη μου), την διηγήθηκε το 1987 ο Πολωνός σκηνοθέτης. Επιλογές είναι όλα και αποφάσεις. Αιτιοκρατία. Συγκεκριμένα Αίτια οδηγούν πάντα στο ίδιο Αποτέλεσμα. Χημικές αντιδράσεις του εγκεφάλου μας αντιδρούν με την πορεία του Σύμπαντος και εμείς ως Αστερόσκονη της Γης επιλέγουμε το Γραφτό μας. 

«Πιστεύεις στον Θεό; Λάθος ερώτηση. Πιστεύει ο Θεός σε εμάς; Είχα έναν φίλο, τον Grunwalski. Μας είχαν στείλει στην Σιβηρία μαζί. Όταν πηγαίνεις σε ένα Σιβηρικό στρατόπεδο εργασίας, ταξιδεύεις με ένα τρένο βοοειδών. Περνάς μέσα από παγωμένες στέπες για ατελείωτες μέρες, χωρίς να συναντήσεις ψυχή. Κρατάτε ο ένας τον άλλον ζεστό. Το πρόβλημα είναι στην εκκένωση. Ήταν αδύνατο να γίνει στο βαγόνι. Την μόνη φορά που το τρένο σταματάει, είναι για να ρίξει νερό στην ατμομηχανή. Ο Grunwalski ήταν σεμνότυφος. Όταν έπρεπε να πλυθεί ντρεπόταν πολύ. Τον πείραζα για αυτό. Το τρένο, λοιπόν, σταμάτησε και όλοι πήγαν για το Νο2 πίσω απ’ το βαγόνι. Πείραζα τον Grunwalski τόσο πολύ που πήγε πιο μακριά. Το τρένο ξεκίνησε και όλοι πήδηξαν μέσα, γιατί το τρένο δεν θα σε περιμένει. Το πρόβλημα ήταν πως ο Grunwalski ήταν πίσω από έναν θάμνο και δεν είχε τελειώσει. Τον είδα να βγαίνει απ’ τον θάμνο και να κρατάει τα παντελόνια του, να μην πέσουν. Κυνηγούσε το τρένο και εγώ άπλωσα το χέρι μου να πιαστεί. Αλλά κάθε φορά που πλησίαζε το χέρι μου, έπιανε τα παντελόνια του που είχαν πέσει. Τα σήκωνε και έτρεχε πάλι, αλλά αυτά όλο έπεφταν κάθε φορά που τα άφηνε…. Τι έγινε; Τίποτα! Ο Grunwalski πάγωσε μέχρι θανάτου. Αντίο.» 

Οι άνθρωποι μερικές φορές δεν θέλουν να τρέξουν μακριά.

0 comments