![]() |
| Ίριδα |
Φωτογραφίες: Μάρυ Σκούρτη
Ένας σελιδοδείκτης με βοηθάει να βρω με ευκολία τη λίστα των ταινιών της εβδομάδας, μόνο που δεν είναι πια ένα μακρόστενο κομμάτι γυαλιστερό χαρτόνι, ανάμεσα στις σελίδες ενός περιοδικού. “Μιλάω” με φίλους. - Ο πατέρας μου δεν κατάλαβε ποτέ τη σημασία του ρήματος μιλάω, όταν το χρησιμοποιούσα για τις διαδικτυακές μου συζητήσεις. Κι εγώ δεν κατάλαβα ποτέ τον πατέρα μου. - Αγοράζω ένα εισιτήριο, αλλά δεν είναι πια ένα χαρτάκι, που θα μου σκίσουν στην άκρη - «Προσεκτικά, παρακαλώ!» -, πριν μπω στην αίθουσα, και που θα τοποθετήσω ευλαβικά σε ένα κουτί, μαζί με τα άλλα, αφού πρώτα γράψω στο πίσω μέρος του τίτλο και ημερομηνία. Έχω καθυστερήσει. Ένα μήνυμα με πληροφορεί ότι «έκλεισαν φώτα». Πέφτω πάνω σε μια κυρία, που κρατάει ένα κουτί ποπ-κορν γίγας και απομακρύνομαι, χωρίς να ζητήσω συγγνώμη. Μια σκοτεινή θάλασσα από καθίσματα με περιμένει να βυθιστώ μέσα της και το λευκό πανί από πάνω μου είναι η μόνη μου σωτηρία.
Αρκεί μία και μόνο ατάκα, για να αποκαλυφθεί η συνωμοσία μας. Ένα οπτικό ερέθισμα, εκατοντάδες, χιλιάδες, ίσως, φορές διαμοιρασμένο μέσα από τις οθόνες των κινητών ή των υπολογιστών μας κι άλλα τόσα μοναχικά, βουβά γέλια, μας προετοίμασαν γι’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή, η οποία περικλείει, μέσα στην απλότητά της, όλη την πολυπλοκότητα και την παραδοξότητα της σύγχρονης εποχής· μιας εποχής βίαιης απομάκρυνσης του ενός από τον άλλο, η οποία κανονικοποιείται στα πλαίσια της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης, ενώ, ταυτόχρονα, προκαλεί την ψευδαίσθηση της αμεσότητας και της εγγύτητας, μέσω της ταχύτητας και της ευκολίας που παρέχει στους κοινωνούς της, μια ψευδαίσθηση που γίνεται πραγματικότητα, χάρη σε όλα τα παραπάνω, στο άκουσμα μίας και μόνο ατάκας, που πυροδοτεί μια μαζική, φρενήρη αντίδραση, μέσα στο σκοτάδι της αίθουσας, εκεί όπου μία και μοναδική, μεγάλη οθόνη φωτίζει τα πρόσωπά μας και δεκάδες μικρότερες οθόνες παραμένουν σβηστές και σιωπηλές στις τσέπες μας.
![]() |
| Αθήναιον |
Γυρνώντας στο σπίτι, περπατάω μόνη μου και στα ακουστικά παίζει εκείνο το τραγούδι, από εκείνη τη σκηνή, που δε θα σταματήσω να ακούω για τον επόμενο μήνα. Περπατάω μαζί με έναν φίλο - είναι δίπλα μου, όταν αρχίζω να κλαίω· κλαίει κι εκείνος -. Δεν γυρίζουμε αμέσως στο σπίτι. Σε ένα ζεστό μπαρ, λίγες γωνίες παρακάτω, ένα τραπέζι με δυο καρέκλες έχει κουραστεί τον καβγά του ζευγαριού που, μέχρι πριν λίγο, φιλοξενούσε και αδειάζει, κάνοντάς μας χώρο, ανυπόμονο και διψασμένο για τις ιστορίες μας και το αφρώδες κρασί που ρίχνω άτσαλα επάνω του - τα απορροφάει όλα με πρωτόγνωρη ευχαρίστηση - και ζητάει κι άλλο, όταν αποφασίζουμε ότι έφτασε η ώρα να το αποχωριστούμε, για να μην διακινδυνεύσουμε να ερωτευτούμε ή να μην ξυπνήσουμε εγκαίρως, το επόμενο πρωί, για τις δουλειές μας.
Καθισμένη σε μια καρέκλα σκηνοθέτη, μπροστά στο γραφείο μου, κοιτάζω για δύο ώρες ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο δεκαπέντε ιντσών. Μία μέρα, έως και κάμποσα χρόνια, περνάνε μπροστά στα μάτια μου, ταξιδεύω σε ξένες χώρες, σε πλανήτες μακρινούς ή ανύπαρκτους, ταξιδεύω στον χρόνο, μπροστά ή πίσω, βλέπω ανθρώπους ίδιους με εμένα ή εντελώς διαφορετικούς να γεννιούνται, να ζουν, να πεθαίνουν, να αγαπιούνται, να πολεμούν κι εγώ δεν έχω κουνηθεί από την καρέκλα μου, που κατάντησε τόσο άβολη και σταθερή. - Ίσως τώρα να καταλαβαίνω τον πατέρα μου.- Γιατί δεν πήγα στο σινεμά; Θυμάμαι, το έχουν κλείσει.
![]() |
| Αλεξάνδρα |



0 comments