“Der Todesking”: That which can kill me, will remain my secret – F. Lacenaire
Κυριακή, 16 Ιουλίου, 03:40 π.μ.. Έχω γενέθλια, για όλα νιώθω απέχθεια, σε στίχους MAZOHA. Μένω όλη νύχτα άυπνη, να κρατώ νεκρική αγρυπνία στον ξάστερο ουρανό, που ωστόσο δεν αφήνει να ξεγλιστρήσει ούτε ένα πεφταστέρι, να αποθέσω τις ευχές μου. Ύστερα, έρχεται η αυγή, ξεμυτίζουν αγουροξυπνημένες από το θόλο του ουρανού μερικές ηλιαχτίδες, κι απομένω πάλι στοιχειωμένη.
Έκτοτε, έχουν περάσει μία και κάτι αιωνιότητες… Από εκείνη τη ημέρα δεν κατάφερα να κρατήσω τίποτα, παρά μόνο μια ευχή, η οποία έφτασε από μια αγαπημένη φίλη, στη θέση όλων εκείνων που πέταξα από το παράθυρο. Να με βρίσκει, λέει, πάντοτε η ζωή μέσα σε έναν κινηματογράφο… Μα τι γλυκιά ευχή, την σιγοψιθυρίζω σχεδόν τραγουδιστά, μήπως κρυφακούσει το σύμπαν και βγει αληθινή, κι όσο περνάει η ώρα τόσο πιο μειλίχια σταλάζει από τα χείλη μου, σαν μέλι παχύρρευστο. Τι δροσερή ευχή να αποθέσεις πάνω σε μια ψυχή που αποφεύγει τη ζωή κάτω από τη φτερούγα του κινηματογράφου και παραδόξως τη ζει ταυτόχρονα μέσα από αυτόν…
Αυτή τη μέρα, τριγυρίζει αδιάκοπα στον νου μου το “Der Todesking” (1990), ή αλλιώς “The Death King” του Jörg Buttgereit. Η ταινία εξιστορείται για κάθε μέρα της εβδομάδας μια ιστορία αυτοκτονίας ή βίαιου θανάτου και μαρτυρίου. Ενδιάμεσα, εκτυλίσσεται σε time lapse η αποσύνθεση ενός πτώματος. Οι ήσυχα σκηνοθετημένες στιγμές είναι ικανές να συνθλίψουν όσο κι οι πιο έντονες – αν όχι ακόμη παραπάνω – καθώς αφουγκράζονται την ανατριχιαστική βεβαιότητα του θανάτου, σαν μια θλιμμένη γιορτή, ντυμένες με τον γλυκόπικρο ήχο των βιολιών. Δεν μπορεί κανείς παρά να παρηγορηθεί μέσα από την ειλικρίνειά τους…
Εξαιρετικά ζοφερό, γραφικό και βυθισμένο σε μια ακατέργαστη σκληρότητα. Λυτρωτικό, σαν τη ψύχρα του Οκτωβρίου. Το φιλμ δεν είναι παρά οδυνηρό, θλιβερό, σπαρακτικό, καμία φορά μπερδεμένο, άλλες φορές κάπως αστείο και συγκινητικό. Εντούτοις, όσο νοσηρό κι αν ακούγεται αυτό, το “Der Todesking” αποπνέει μια σιωπηλή κατανόηση μέσα από την ωμότητα της βιαιότητας που επιδεικνύει. Εμφανίζεται και φωλιάζει ευγενικά στη ψυχή, τυλίγοντάς την ευσπλαχνικά με την εμπάθεια που γνωρίζει να δείξει στην αγωνία που συνεπάγεται η ανθρώπινη ύπαρξη, στην απόγνωση, την απομόνωση, την μοναξιά και την εξουθένωση που παράγει αφηρημένα η καθημερινότητα.
Με το “Der Todesking”, οι πολλές λέξεις μπορούν να είναι μονάχα περιττές, συνεπώς αφήνονται λίγο στην άκρη. Ίσως στο χείλος της γέφυρας από όπου έπεσαν ένα σωρό άνθρωποι, τώρα απλώς ένα σύνολο από ονόματα κι επαγγέλματα που φαίνονται γραμμένα στην οθόνη. Αλήθεια, το “Der Todesking” δεν έχει ανάγκη τα πολλά λόγια ώστε να συγκλονίσει βαθύτατα, προκειμένου να κλονίσει οποιοδήποτε εγκόσμιο ή υπερκόσμιο χάσμα. Είναι δελεαστικά επαναστατικό, σάπιο μα συνάμα αγνό, παράξενο αλλά οικείο. Σε σκοτώνει γλυκά, χωρίς να το συνειδητοποιήσεις, με έναν τρόπο που θα επέτρεπες μόνο στο σινεμά. Κι όπως πάντα, το αφήνεις ευχαρίστως να το κάνει...
Τετάρτη, 11 Οκτωβρίου, 04:33 τα ξημερώματα. Γλυκοχαράματα των δικών της γενεθλίων, που έφερε το νωχελικό κύλισμα των εποχών. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο να της ευχηθώ, παρά μόνο εκείνη να τη βρίσκει ο κινηματογράφος στην ζωή της, ο κινηματογράφος που η ίδια της αποζητάει και ονειρεύεται. Κι ενώ ακόμη γράφω αυτό το κείμενο, δεν το θέλω, δεν το ήθελα ποτέ – ούτε αυτό, ούτε και κανένα άλλο. Επομένως, αν το διαβάσει, θα είναι δικό της να το κάνει ό,τι αγαπά. Αν όχι, και πάλι της το χαρίζω, αναπαύοντας στη σοφία της την αδέξιά μου λατρεία.
Θαρρείς πως έφυγε από πάνω μου η κατάρα του καλοκαιριού, μα αχνοφαίνεται στο βάθος μια χειμωνιάτικη, σαν το λευκό μαρμάρινο αγαλματάκι στη βροχή, λουσμένο στα αίματα, να περιμένει καρτερικά την άνοιξη. Θαρρείς θα σιγήσει ο αχός της καρδιάς μου όταν αυτή αναπόφευκτα θα (ξανά)σπάσει…;
Ο κήπος είμαι, που άλλοτε με τ’ άνθη του ευωδούσε
κι εγέμιζε με χαρωπό τιτίβισμα πουλιών,
που με κρυφομιλήματα και ψίθυρο φιλιών
τη νύχτα, στη σκιάδα του η αγάπη επερπατούσε.
Ο κήπος είμαι, που έμεινε χρόνια πολλά στην ίδια
θέση, μάταια προσμένοντας κάποιαν επιστροφή,
που αντί λουλούδια, τώρα πια στ’ αγκάθια έχει ταφεί,
που σώπασαν τ’ αηδόνια του και πνίγεται στα φίδια.
– Κ. Γ. Καρυωτάκης
0 comments