Πρώτο κείμενο εδώ. Ένα- δυο, ένα-δυο, μικρόφωνο τσεκ. Γεννήθηκα στη Νέα Ιωνία, αριστερή -δήθεν- γειτονιά από τα γεννοφάσκια της. Λέω δήθεν όχι γιατί δεν είναι αριστερή αλλά γιατί τολμά να αμφισβητεί το ιστορικό της παρελθόν, τα μπλόκα και τις αντιστάσεις και προτιμά -στην καλύτερη- να βάζει πια τις αντιστάσεις της κάτω από τη γλώσσα βρίζοντας στα πνιχτά και -στη χειρότερη- να στηρίζει ιδεολογικά πράγματα που πατούν περισσότερο στο άλλο της πόδι, στο χέρι που κάνει τον σταυρό και, γενικά, καταλάβατε που πάει η τοποθέτηση μου.
Μεγάλωσα επίσης σε σχολεία που μάθαιναν την ιστορία μονόπλευρα, άρα ανιστόρητα. Μου μιλούσαν πάντα για την νικήτρια πλευρά, αυτή που ήταν η κατ’ αυτούς μέσα στα όρια του νόμου και όχι για την πλευρά που ανέβαινε στα βουνά, διωγμένη, ζητώντας ελευθερία.
Μεγαλώνω, ακόμα, όντας μέσα σε μια γενιά που προσπαθεί, μπαίνοντας στο πατρικό της, να βγάλει τα ρούχα που της φόρεσαν, παλιομοδίτικα, πατριαρχικά, με μυρωδιά ναφθαλίνης και να φορέσει περήφανα τα ρούχα που θέλει, να τα δείξει και, με κάποιον τρόπο να κρατήσει οτιδήποτε καλό μπορεί από την εμφάνιση που του έχει φορεθεί, κι ας είναι αυτό ακόμα και ένα αξεσουάρ άνευ ιδιαίτερης σημασίας.
Ο Άρης Νικολόπουλος (Μιχάλης Σαράντης) στον «Απόστρατο» του Ζαχαρία Μαυροειδή, είναι κι αυτός ένας νέος, 30άρης, στα όρια της χρεοκοπίας, που ξαναγυρνά στο σπίτι του Παππού, στου Παπάγου, προκειμένου να ξαναβρεί τα βήματα του και -άθελα του- βρίσκει τα πατήματα της οικογενειακής του ιστορίας.
Ο Άρης έχει γεννηθεί στη Γλυφάδα. Κέντρο της ακριβής καλοπέρασης, των κλαμπ της παραλιακής κι ύστερα το ‘παιξε το ‘χασε σαν χούφτα αλάτι**, γυρνώντας στην στρατιωτική γειτονιά του Παππού του, ο οποίος όντας απόστρατος του ελληνικού στρατού είχε το σπίτι του στην περιοχή που άνθισε μετά τον εμφύλιο από τα σπίτια στρατιωτικών που χτίστηκαν εκεί.
Ο Άρης μεγαλώνει συνεχίζοντας να χάνει ό,τι παίζει σαν χούφτα αλάτι, χρεώνοντας θυμωμένα τα πάντα στους γύρω του και ποτέ στις δικές του παρακινδυνευμένες επιλογές. Στο οικογενειακό τραπέζι των Χριστουγέννων λέγεται ένα έπος για να σπάσει ο πάγος και ο Άρης καλείται να συλλέξει αποσπασματικές πληροφορίες για τη ζωή του παππού του, ο οποίος αποστρατεύτηκε, σύμφωνα με την οικογένεια, για χάρη του κύριου Βάσσου (Θανάσης Παπαγεωργίου), νυν γείτονα και φίλου του Άρη, στον οποίο ο αποστρατευμένος παππούς αγόρασε σπίτι στην γειτονιά, παρά το αριστερό του παρελθόν.
Ο εγγονός Άρης πλέον έρχεται κοντά με τον Βάσσο, τον φίλο και σύντροφο στα βουνά της αντίστασης του παππού Άρη και, θέλοντας και μη, κοντά και στο ιστορικό παρελθόν της άλλης πλευράς, στην ατομική μνήμη της αντίπερα όχθης που ως τώρα αγνοούσε και τώρα που βρέθηκε σε αυτά τα μέρη, σε γεγονότα που υπήρχαν και αναπτύσσονταν όσο αυτός κοιμόταν καλείται να πετάξει πίσω όσα μέχρι χθες θυμόταν και να ζήσει τη ζωή του με αυτή τη νέα αλήθεια, να προχωρήσει μπροστά, όντας γιος και ελπίδα του γενάρχη, κι ας μην υπάρχει γένος κι ας κάηκαν όλα αυτά όχι στο Τατόι, αλλά σίγουρα μαζί με την Παλαιά Διαθήκη και το Playboy, την όποια Παλαιά Διαθήκη του και το όποιο Playboy του.
Ο «Απόστρατος» του Ζαχαρία Μαυροειδή είναι ο απόστρατος παππούς το καθενός μας. Αυτός που μας καλεί να πορευτούμε με το ιστορικό παρελθόν και την ατομική μνήμη που μας κληροδότησε χωρίς να το ξέρουμε και απαιτεί να ταχτούμε με την πλευρά της ιστορίας που εκείνος θεωρεί σωστή, που εκείνον βολεύει. Ο απόστρατος του καθενός μας είναι ένας λωτοφάγος που μας προσκαλεί στην συλλογική απάθεια και στην μερική λήθη, ώστε να μην βγουν στη φόρα εκείνα που δεν τον βολεύουν, εκείνα που ο ίδιος θεωρεί ατοπήματα και που ο ίδιος, πρώτος από όλους θέλει να ξεχάσει. Στον απόστρατο του κανείς απαντάει, όπως ο εγγονός Άρης, περνώντας από τη φωνή της άρνησης, αφού κάποιος και αυτόν τον ξεβόλεψε με την ιστορική αλήθεια της άλλης μεριάς, στη λυτρωτική φωνή της αποδοχής που τραγουδάει: Μη φοβάσαι, άντρα μου, άλλο μη φοβάσαι / Ο κόσμος πάει μπροστά, ενώ εσύ κοιμάσαι / Κι όταν ξυπνάς δεν ξέρεις καν ότι κοιμόσουν / Πέτα τα πίσω σου όσα μέχρι χτες θυμόσουν / Μη φοβάσαι, μάγκα μου, να γίνεις άλλος / Ο κόσμος δεν σου ανήκει πια ούτως ή άλλως / Ξύπνα επιτέλους, φίλε μου, από τ' όνειρό σου / Ο κόσμος ήταν λάθος όπως τον θυμόσουν.
* Οι Λωτοφάγοι: αρχαίος μυθικός ειρηνικός και φιλόξενος λαός που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, κάπου στην περιοχή της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική τροφή του τους καρπούς του δένδρου λωτός. Τα άνθη και οι καρποί του θεωρούνταν σαν ναρκωτικό που προκαλούσε απάθεια και λήθη. (LSJ, Χρ. Στεφανίδης, οι Λωτοφάγοι (πρώτο θέμα, 10/09/14))
** Ο Λωτοφάγος, Φοίβος Δεληβοριάς, από τον Δίσκο «ΑΝΙΜΕ» (2020)
0 comments