Συναισθήματα νοσταλγίας που χάνονται στην αφηρημένη αφήγηση // Βιργινία Κιμπουροπούλου
Με τους Κόρε. Ύδρο. απέκτησα επαφή στην μετα-επιτυχία τους, δηλαδή σε αυτή την ξαφνική τάση που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια με την μουσική τους. Ο ήχος τους – παρά το γεγονός ότι τους άκουγα για πρώτη φορά, έχει κάτι το νοσταλγικό και συνάμα οικείο, σαν να μιλούν για πράγματα που νόμιζα πως μόνο εγώ αισθανόμουν και ήξερα.
«Είναι κατάθλιψη ή μάλλον αυτό που ακούς για να ξεπεράσεις την κατάθλιψη», είπε για τη μουσική του συγκροτήματος μία κοπέλα στο ντοκιμαντέρ «Εδώ μιλάνε για λατρεία», στο οποίο μπορεί κανείς να θυμηθεί όσα ξέρει για τους Κόρε. Ύδρο., αλλά και να γνωρίσει μία άλλη πλευρά των μελών της μπάντας αυτής, να την αγαπήσει ξανά και παράλληλα να την απομυθοποιήσει.
Το ντοκιμαντέρ του Βύρωνα Κριτζά, λοιπόν, κατάφερε να αποδώσει με έναν αρκετά αφηγηματικό τρόπο αυτό που θα ένιωθε ένας οπαδός των Κόρε. Ύδρο. εάν βρισκόταν ξανά σε εκείνο το live στο Gagarin το 2013. Άλλωστε, δεν θα περίμενε κανείς τίποτα λιγότερο από μία ταινία για μία μπάντα που έδωσε τόσα πολλά στην ελληνική indie μουσική σκηνή και που καταφέρνει ακόμα και σήμερα να παραμένει επίκαιρη.
Επίσης, υπάρχει μία «ειλικρινής» αφήγηση από τα μέλη του συγκροτήματος, τα οποία κατά τρόπο τινά δίνουν ένα είδους επίλογο στην ιστορία που έγραψαν μέσα από τη μουσική τους.
Ωστόσο, το όλο σενάριο του ντοκιμαντέρ μου φάνηκε κάπως χαοτικό, σαν να μην είναι σαφές τι είδους ιστορία θέλει να πει ο σκηνοθέτης με αυτή την ταινία. Αυτή η εναλλαγή στο χρονικό συνεχές της ταινίας – από το παρελθόν στο παρόν – αν και ενδιαφέρουσα, στην πορεία γίνεται κουραστική.
Θέλω, ακόμη, να προσθέσω, πως αν και λάτρεψα την εξτραβαγκάντ εμφάνιση του Π.Ε. Δημητριάδη στο ντοκιμαντέρ – ανταποκρινόμενη απόλυτα στον ρόλο του εκκεντρικού frontman που αγαπήσαμε στους Κόρε. Ύδρο., αισθάνθηκα πως σε ορισμένα σημεία έβγαινε κάπως αφύσικα.
Εδώ μιλάνε για ενηλικίωση και λατρεία // Γιάννης Χατζόπουλος
«Όταν τους άκουσα πρώτη φορά με έπιασε μια βαθύτατη συγκίνηση, που δεν θύμιζε όμως καμιά άλλη. Έμοιαζαν σαν μπάσταρδο παιδί της Πλάτωνος και του Καρβέλα, του Τζιμάκου και του Καρυωτάκη». Έτσι είχε χαρακτηρίσει ο Φοίβος Δεληβοριάς την μουσική των Κόρε. Ύδρο., όταν τους άκουσε να τραγουδούν σε εκείνη την τελευταία συναυλία τους στο Gagarin και δεν νομίζω ότι μπορώ να βρω καλύτερη περιγραφή της μουσικής τους.
Το ντοκιμαντέρ του Βύρωνα Κριτζά με έκανε να νιώσω ακόμα καλύτερα αυτό το ιδιαίτερο σύμπαν της μπάντας που γνώρισα στο λύκειο. Τσακώθηκα μαζί της αρνούμενος τις εικόνες που μου έδιναν, ότι με χτύπησαν κάποτε γιατί δεν ήμουν σαν κι αυτούς, ότι φώναξα κάποτε δραματικά και παράφωνα πως φτάνουν πια οι έρωτες, ότι τα βράδια της κρίσης, αυτής που έζησα ως παιδί το ‘09 και των άλλων, των προσωπικών, που έζησα ως τώρα μπορεί να είναι ωραία και σίγουρα θα μου θυμίζουν πως δεν είμαι μόνος τελικά.
Αρνήθηκα το μουσικό μπακγκράουντ του Καρβέλα με στίχο ποιητικό, όπως αρνήθηκα ότι μπορώ να τρώω καλό φαΐ πάνω σε κιτς λουλουδάτο μουσαμά, ακούγοντας κλαρίνα. Κι ότι μπορεί να κλαίω το ίδιο ακούγοντας Χατζιδάκι και Μάκη (ένας είναι, όχι ο Δημάκης).
Οι Κόρε. Ύδρο. κατάφεραν να συμπυκνώσουν την παιδική ηλικία του Χατζηγιάννη και του Λειβαδίτη, την εφηβική του Πανούση και του Λαπαθιώτη και την μετάβαση στην ενήλικη του Χιόνη και της Λένας Πλάτωνος, σε έναν καθρέφτη που πότε τον παίρνω στα σοβαρά και θέλω να τον σπάσω και πότε γελάω μαζί του και θέλω να αγκαλιάσω.
Το ντοκιμαντέρ αυτό με έκανε να προχωρήσω. Κάνοντας μου ψυχοθεραπεία και δίνοντας μου να καταλάβω τους λόγους γύρω από ένα διαζύγιο που όσο κι αν το αγνοούσα την εποχή που πάρθηκε, με πλήγωσε αργότερα, σαν τραύμα που θα υπάρχει και «εντάξει τι να κάνουμε τώρα;» Πετώντας μου τον ήρωα Π.Ε. Δημητριάδη να μου λέει κατάμουτρα ότι η ζωή συνεχίζεται, παρόλα αυτά και τον Αλέξανδρο Μακρή να μου κλείνει το παράθυρο στο πρόσωπο κακογράφοντας δίπλα του μια λέξη σαν Τέλος.
Οι Υδρογονάνθρακες Εκορέσθησαν // Άννα Μαρία Γιαννάκη
Την αμαρτία μου θα την πω. Τους Κόρε. Ύδρο. τους άκουσα για πρώτη φορά το 2023, μέσω μιας ραδιοφωνικής εκπομπής. Το «Άλλη Μία Νύχτα Σύγχυσης και Γέλιου» έγινε το soundtrack της ζωής μου για εκείνη την περίοδο, και η «Φθηνή Ποπ Για Την Ελίτ» ο δίσκος που μου έκανε τα συναισθήματα ένα αξιοπρεπέστατο rollercoaster.
Το «Εδώ Μιλάνε Για Λατρεία» είναι ένα ντοκιμαντέρ που έβγαλε μια ανεπαίσθητη γλύκα και μια νοσταλγία, ακόμα και για πράγματα που οριακά δεν έχεις βιώσει -βλέπε τα θρυλικά τους live σε Gagarin και Six Dogs. Συναισθηματικά, το φορτίο έγινε μεγαλύτερο όταν μιλούσαν τα πρώην μέλη της μπάντας κι άνθρωποι που για εκείνους το αποτύπωμα των ΚΥ ήταν ανεξίτηλο.
Το αποτύπωμα αυτό δεν έμεινε μόνο σε μερικούς ακροατές τους, αλλά σε όλη την ελληνική indie σκηνή. Την καθόρισε. Και το ντοκιμαντέρ του Βύρωνα Κριτζά δείχνει ακριβώς αυτό, πώς κάτι παιδιά από την Κέρκυρα κατάφεραν κάτι τόσο μεγάλο, που παρόμοιό του δύσκολα θα ξαναδούμε.
Η παρουσία του Π. Ε. Δημητριάδη ήταν όπως την φαντάζεται κανείς. Εκκεντρική, γεμάτη ειρωνεία και σαρκασμό, με βαθιά ωστόσο ειλικρίνεια και για την μπάντα αλλά και για τις κρίσεις πανικού που βίωνε. Μια φυσιογνωμία που δύσκολα ξεχνάς.
Ιδιαίτερο σημείο αποτελεί και η παρουσία του Αλέξανδρου Μακρή που είναι η άλλη όψη του νομίσματος, εξαιρετικά εσωστρεφής μα εξίσου ταλαντούχος. Φυσικά αναφέρθηκε και η σχέση του με τον Π. Ε. Δημητριάδη που έφερε εν τέλει και την οριστική ρήξη του συγκροτήματος. «Οι Υδρογονάνθρακες Εκορέσθησαν».
Αν κάτι μου έμαθε αυτό το ντοκιμαντέρ, είναι να αγαπάς αυτό που κάνεις και κυρίως να αγαπάς τον εαυτό σου, όσο εκκεντρικός κι αν είσαι, όσο κι αν οι άλλοι φαινομενικά δεν σε αντιλαμβάνονται. Να το δείτε, κι αν είστε φαν, να έχετε μαζί σας χαρτομάντιλα. Εγώ τα χρειάστηκα.
0 comments