Όταν το 1984 ο Τζίμης Πανούσης έγραφε την «Ανακωχή» και τον στίχο «όσο υπάρχουν απλωμένα στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών άσπρα σεντόνια, δε φοβάμαι», σίγουρα δεν θα μπορούσε να έχει φανταστεί ότι το 2025 κάποιος θα τον θυμόταν βλέποντας μια ταινία του Βασίλη Κεκάτου σε θερινό. «Οι Άγριες Μέρες μας» όμως κουβαλούν μαζί τους τις λίγες ανακωχές και τις -πολλές περισσότερες- εντάσεις της νιότης· με το μέσα, το έξω και το γύρω μας.
Έχοντας αυτό-εξοριστεί από το σπίτι της και μετά από μια -παρά λίγο- τραυματική εμπειρία, η Χλόη γνωρίζει μια παρέα με μόνιμη κατοικία ένα τροχόσπιτο και σταθερή αποστολή να βοηθούν όσους η ζωή τους τα έφερε δύσκολα και εδώ η αφήγηση της πλοκής σταματάει, γιατί λίγοι αγάπησαν το spoiler και ακόμα λιγότεροι όποιον το κάνει.
Ο Κεκάτος καταφέρνει με το πάντα ποιητικό του σύμπαν και με μια φωτογραφία-στολίδι να αφηγηθεί μια ιστορία ενηλικίωσης, με ήρωες που ακροβατούν ανάμεσα στο πατρικό τους και τις νέες οικογένειες που καλούνται να φτιάξουν. Florida project χωρίς την Disneyland, Robin Hood με μόνιμη αποστολή και Peter Pans σε διαρκή αναζήτηση της «Χώρας του Ποτέ» του καθενός. Ένα road-trip προς την ενήλικη ζωή που κανείς ποτέ δεν μας προειδοποίησε για τους κινδύνους της και μια ταινία με τόσο ωραία ξεκάθαρες αναφορές που -σίγουρα- ο χώρος που της αξίζει είναι ο θερινός κινηματογράφος.
Αφήνοντας πίσω τα πολύ ενδιαφέροντα cameos των ΛΕΞ, Βασίλη Κεκάτου και εκείνο το απολαυστικό (ηχητικό) πέρασμα του Κωστή Μαραβέγια σε ρόλο τραγουδιστή σε γαμήλιο γλέντι, η ταινία έχει τρεις σκηνές-ποίημα που σε καθίζουν κάτω και σου ψιθυρίζουν στο αυτί δυο-τρία βασικά how to.
Σκηνή νούμερο ένα: η -εφτά λεπτά και μισό- ερωτική σκηνή των Ζεγκίνογλου- Πατακιά που πέρα από τον πριν και έπειτα ερωτισμό, καταφέρνει να δώσει μια γροθιά στα taboo των straight (κυρίως) αντρών (χωρίς παραπάνω λόγια, δείτε την ταινία. Θα καταλάβετε.).
Σκηνή νούμερο δύο: εκείνη με το τηλέφωνο ή αλλιώς η Χλόη-καθρέφτης μας για όλες εκείνες τις φορές που πήγαμε να κάνουμε το βήμα και δεν τα καταφέραμε ή θέλαμε τουλάχιστον τη φωνή της μαμάς να λέει «πήγαινε, μπορείς». Χωρίς να μιλάμε, απλά να ακούμε.
Σκηνή νούμερο τρία: αυτή που θα σου θυμίσει την «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού» και θα σε κάνει να αναρωτηθείς όχι μόνο αν ό,τι έβλεπες ως τώρα ήταν αλήθεια, αλλά και αν ό,τι ζεις γενικά είναι αλήθεια.
Δεν ξέρω, πολλές φορές βλέπω κάτι και δεν κάνω στο τέλος τη σούμα που θέλω. Αρκούμαι στην αίσθηση που έχω βγαίνοντας από την αίθουσα. «Οι άγριες μέρες μας» άφησαν μόνο γλύκα, ερωτισμό και μια αγκαλιά που την είχα ανάγκη. Δεν το ήξερα, αλλά την είχα. Όπως δεν γνωρίζω αν ο καθένας κάποτε θα βρει το καταφύγιό του και θα μπορεί κάποια μέρα με χιόνι και μια φωτιά παραδίπλα να το τραγουδήσει. Όπως γνωρίζω ότι σε όσους δεν άρεσε η ταινία και έγραψαν σεντόνια θολοκουλτούρας ενάντια της η συμβουλή είναι μία: ξίδι και καλές διακοπές.
ΥΓ1: τι μέρη βρίσκεις για γυρίσματα, ρε Κεκάτο;
ΥΓ2: Βασίλη, ευχαριστούμε. Για τις μέρες που είναι άγριες, για τα lovebirds, για τον κόσμο που αδειάζει.
0 comments