Μαύρη κωμωδία, λίγη σάτιρα, λίγο γέλιο, αρκετό στρες, οι Μπαλκονάτες μπορεί να μην αποτελούν κάποιο κινηματογραφικό θαύμα του αιώνα, αλλά σίγουρα μέσω της «διασκεδαστικής» τους ιστορίας και των καλογραμμένων χαρακτήρων τους, αποτυπώνουν το γυναικείο βίωμα και το σεξουαλικό τραύμα που ενυπάρχει στις θηλυκότητες κρατώντας μας για μιάμιση ώρα σε πλήρη εγρήγορση.
Τι προσπαθεί να μας πει λοιπόν η Νοέμι Μερλάν με τις Μπαλκονάτες;
Ξεκινώντας από τον φόνο ενός μυστηριώδους άνδρα (που φαίνεται να έγινε για λόγους άμυνας ή εκδίκησης και ακροβατεί διαρκώς στα όρια αλήθειας και φαντασίας) τρεις κοπέλες έρχονται αντιμέτωπες με ενοχές και προκαταλήψεις που τους τρώνε τη ζωή, προσπαθώντας να διαχειριστούν την τραγικότητα της κατάστασης.
Βλέπουμε την Νικόλ, την πιο διστακτική από τις τρεις συγκατοίκους, να συνομιλεί με άνδρες-φαντάσματα, οι οποίοι ακόμα και νεκροί, την κυνηγούν, παραβιάζοντας τη βούληση και τις επιθυμίες της. Όσο κωμική και αν γίνεται συχνά η αναπαράσταση αυτή σκηνοθετικά, η ταύτιση της Νικόλ ως αιώνια λεία σε ανύπαρκτους πλέον ανθρώπους, καταφέρνει να υποδείξει τη μόνιμη απειλή που, λίγο ή πολύ, κάθε θηλυκότητα έχει αισθανθεί. Η ενοχική λοιπόν Νικόλ, η οποία κατηγορεί τον εαυτό της για τη μοιραία τροπή των γεγονότων, μας λέει ότι βάζει φρένο στις επιθυμίες της και πως προτιμά να ονειρεύεται ερωτικές ιστορίες παρά να τις ζήσει, ζώντας σε πλήρη φόβο.
Από την άλλη, η Ελίζ, μια σταρ που το σκάει από τα γυρίσματα και τον σύντροφό της χωρίς να ξέρουμε ακριβώς την αιτία, μοιάζει εξαρχής να αποζητά να ξεφύγει από τη ζωή που έχει και να ζήσει με περισσότερες ελευθερίες. Ο χαρακτήρας της εκφράζει την ανάγκη για ένταξη σε μια ασφαλή παρέα, όπου μπορεί να είναι ο εαυτός της και να μοιράζεται τα συναισθήματα και τα βιώματά της, κάτι που γίνεται ξεκάθαρο ότι λείπει από η ζωή της, έχοντας αφοσιωθεί στην καριέρα και τον σύντροφό της. Στην τελευταία περίπτωση, έχουμε το παράδειγμα του συντρόφου που θεωρεί αυτονόητη την έκφραση του έρωτά του με όποιον τρόπο θεωρεί αυτός θεμιτό, μη λαμβάνοντας υπόψιν τα όρια της Ελίζ. Η σχέση λοιπόν με τον Πολ, μας υπενθυμίζει πως η γυναικεία επιθυμία αποτελεί υπερβολή και θέμα ταμπού, ενώ η αντρική επιθυμία αποτελεί -στην καλύτερη- μια φυσιολογική απαίτηση. Η Ελίζ, μέσω της δυσκολίας της να φύγει από αυτή την κατάσταση, μας λέει πως έχει κανονικοποιήσει αυτό το δίπολο δύναμης, νιώθοντας μόνιμα υπόχρεη στον σύζυγό της.
Τέλος, έχουμε την Ρούμπι - η οποία εργάζεται ως camgirl - και σε αντίθεση με τις προηγούμενες ηρωίδες, είναι ένας χαρακτήρας απολύτως συμφιλιωμένος με τη σεξουαλικότητά του που δε φοβάται να κυνηγήσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες της. Βέβαια, εδώ κρύβεται και μια ειρωνεία, καθώς η ιστορία της έχει τραγική έκβαση: είναι αυτή η οποία προβαίνει στην ακραία λύση του φόνου. Όσο προχωρά η πλοκή, ο χαρακτήρας της αποκτά αρκετό ενδιαφέρον, καθώς τη βλέπουμε να διαλέγει την εκδίκηση, να μετανιώνει υποκύπτοντας στον απόλυτο πανικό, να έρχεται αντιμέτωπη με το τραύμα της παρενόχλησης αλλά και της διάπραξης ενός εγκλήματος, αλλά και να επιμένει να προβάλλει μια εικόνα του εαυτού της δύναμης και ψυχραιμίας. Την βλέπουμε για παράδειγμα να συνεχίζει να προσέχει τον εαυτό της παθητικά και μηχανικά, σαν ρομπότ, προσέχοντας με μανία και εμμονή κάθε ατέλεια, ενώ ταυτόχρονα δεν σταματάει να εργάζεται στον χώρο της σεξεργασίας, δείχνοντας πλέον ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο ξαφνικά βρίσκεται σε πλήρη διαμάχη με το σώμα του και τις «άψυχες» σεξουαλικές απαιτήσεις του κοινού της. Η Ρούμπι λοιπόν, μας ταρακουνά ρωτώντας μας, από τη μία γιατί η προσωπική ελευθερία ταυτίζεται με ένα καταδικασμένο τραγικό τέλος και από την άλλη, μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε εξαιτίας όλης της συσσωρευμένης αγανάκτησης και του κυνηγιού των βασικών δικαιωμάτων μας;
Ας κλείσουμε με το γεγονός πως η ταινία, σίγουρα εμπεριέχει αρκετό λυρισμό και υπερβολή και πως τα κλισέ του σεναρίου οδηγούν στη δημιουργία μιας άστοχης και αμήχανης ροής, που δεν αφήνουν πλήρως το μήνυμα να περάσει στο κοινό. Και αυτό μπορούμε να το αισθανθούμε εύκολα, ως μέλη του κοινού σε μια προβολή της ταινίας: η ταύτιση μερικών γινόταν εμφανής με τα επιφωνήματα απογοήτευσης και αηδίας σε σκηνές που η αμηχανία και η μη κατανόηση άλλων εκφραζόταν με τεράστια ξεσπάσματα γέλιου. Και εδώ δημιουργείται ένας διπλός προβληματισμός. Πόσο δρόμο έχουμε ακόμα ως κοινό για να συνηθίσουμε τον ρόλο της γυναίκας ως κεντρική φιγούρα σε μια ταινία, η οποία της δίνει τον χώρο και τον χρόνο να εκφράσει την αγανάκτηση και την ενόχλησή της με καθημερινά περιστατικά, που κάθε άλλο παρά φανταστικά είναι; Πόσο δύσκολο είναι να μπει ο μέσος θεατής στα παπούτσια της γυναικείας ηρωίδας, όταν έχει συνηθίσει να της δίνει χρόνο κυρίως σε ρόλους ερωτικών και αισθηματικών ιστοριών; Και τέλος, πόση σημασία έχει τελικά να επιτευχθεί η ταύτιση ανάμεσα στην ηρωίδα και τον θεατή που ήδη την καταλαβαίνει, αν δεν υπάρξει η σύνδεση με το… «απέναντι στρατόπεδο»;
0 comments