Άδειες αίθουσες μέσα στην πανδημία

 Του Γιώργου Τσιβάκη,

     Οι κινηματογραφικές αίθουσες έκλεισαν πέρυσι το Μάρτιο, για να ανοίξουν ξανά στις αρχές Ιουνίου με την προσθήκη πολλών περιορισμών, που σίγουρα δε θύμιζαν σε τίποτα τη μαγική εμπειρία της σκοτεινής αίθουσας. Τα θερινά σινεμά, ήταν τα "τυχερά" της υπόθεσης, αφού βίωσαν το μικρότερο δυνατό πλήγμα. Αντίθετα οι αιθουσάρχες είδαν τα χειμερινά "παιδιά" τους να ανοίγουν, να κλείνουν, να ξανανοίγουν και να ξανακλείνουν. Η πολιτεία, αλλά και η απαθής κοινωνία, συνεχίζουν να στρίβουν βασανιστικά το μαχαίρι όλο και πιο βαθιά μέσα στην καρδιά της τέχνης, αφού ο κινηματογράφος δεν είναι το μοναδικό θύμα. Με αφορμή, λοιπόν, τον ένα και πλέον χρόνο, που δεν έχουμε τη δυνατότητα να πάμε στα δεύτερα σπίτια μας, πήρα την απόφαση να μοιραστώ μαζί σας κάποια από αυτά, με την ελπίδα ότι σύντομα θα ακούσουμε τα χαρμόσυνα νέα και θα έχουμε την ευκαιρία να νιώσουμε ξανά τούτη τη μαγική ιεροτελεστία.

 

      Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω κάτι βέβαια, χωρίς να έχω την παραμικρή όρεξη να ακουστώ διδακτικός ή κάτι παρόμοιο. Τα συνοικιακά σινεμά δεν περίμεναν την πανδημία για να αισθανθούν τον κίνδυνο του αφανισμού. Οι αίθουσες ήταν άδειες, 9/10 φορές, εξαιτίας (αρχικά) των μούλτιπλεξ που αποτελούν την εύκολη και φανταχτερή λύση. Πλέον, το πρόβλημα έχει αποκτήσει κι άλλη διάσταση, αφού η κουλτούρα του streaming αντικαθιστά και τα δύο με ταχύτατους δυστυχώς ρυθμούς. Προσωπικά λατρεύω όσο τίποτα τις άδειες αίθουσες. Έχω δει ταινία (μια μεξικάνικη αν θυμάμαι καλά), που μέσα στην αίθουσα ήμασταν 3 άτομα. Πανέμορφο, αλλά όχι λειτουργικό...

Άστυ, Κοραή 4

     Από τους πιο ιστορικούς κινηματογράφους της Αθήνας, αν όχι ο πιο ιστορικός. Ξεκίνησε να λειτουργεί την δεκαετία του ’30 και κατά την γερμανική κατοχή πρόβαλε ταινίες για την ψυχαγωγία των γερμανικών στρατευμάτων. Ακολούθησαν οι χρυσές για αυτόν δεκαετίες του ’50 και του ’60, ενώ παρότι ανακαινίστηκε το 1994 διατηρεί μέχρι και σήμερα πληθώρα στοιχείων της παλιάς του αίγλης. Χαρακτηριστικότερα είναι οι μαρμάρινες σκάλες που οδηγούν στο υπόγειο, οι τεράστιοι καθρέφτες, οι κολόνες στην αίθουσα και φυσικά το εκδοτήριο των εισιτηρίων.

  

Η δικιά μου εμπειρία στο Άστυ μπορεί να χαρακτηριστεί με πολλά επίθετα, αλλά θα κρατήσω δυο: αξέχαστη και σουρεάλ. Ακριβώς πάνω στην πλατεία Κοραή( μετρό Πανεπιστήμιο), η κόκκινη είσοδος με τις αφίσες των προβολών δεν κλέβει την παράσταση- όχι γιατί δεν το αξίζει- αλλά γιατί το κάνει αντί για αυτή το μεγαλοπρεπές φουαγιέ που αντικρίζεις αφού την διαβείς. Η διακόσμηση μαζί με την έντονη μυρωδιά του παλιού χαρτιού από τις αφίσες και του βουτύρου από τα ποπκόρν σε μεταφέρουν σε δεκαετίες που γνωρίζεις χωρίς να τις έζησες. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ στα ηχεία ακούγεται ο Λέοναρντ Κοέν και τριγύρω σου βλέπεις γνώριμα πρόσωπα χωρίς όμως να τα ξέρεις. 

  Η ώρα πηγαίνει ακριβώς, το κουδούνι χτυπά, η προβολή των 5 τελειώνει και αυτή των 7 παίρνει σειρά. Άτομα μπαίνουν και βγαίνουν ασταμάτητα από και προς την αίθουσα, τα φώτα δεν ανάβουν ποτέ και οι τίτλοι αρχής έχουν ήδη αρχίσει ενώ ψάχνουμε να δούμε που θα κάτσουμε. Ακολουθούν ασπρόμαυρα πλάνα της άδειας Σεούλ, αργοπορημένοι θεατές που νομίζουν ότι είναι στην ώρα τους, φιγούρες στους διαδρόμους κατευθύνονται στις τουαλέτες, οι οποίες βρίσκονται μέσα στην αίθουσα!!! Η ώρα είναι 9, η κινηματογραφική μαγεία δούλεψε πάλι και 100 άτομα ορμούν στην αίθουσα για να δουν την «μεγάλη» ταινία της εβδομάδας ενώ εμείς ψάχνουμε την έξοδο. Έξω έχει ήδη βραδιάσει και κάποια πράγματα μοιάζουν διαφορετικά…

Πτι-Παλαί, Ριζάρη 24, Παγκράτι

      Εγκαινιάστηκε τον Φεβρουάριο του 1963 και σε μια από τις πρώτες διαφημίσεις του μπορούσε κανείς να διαβάσει ότι «Πτι-Παλαί» σημαίνει: 1. Πολυτέλεια που σταματάει ο νους μπροστά της και 2. Άνεσις και κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Όπως οι περισσότεροι συνοικιακοί κινηματογράφοι, έτσι και αυτός βιώνει και βίωσε την πνευματική κρίση της εποχής με αποτέλεσμα να κλείσει για 12 μήνες- εικόνα πλήγμα για το Παγκράτι- μέχρι να επαναλειτουργήσει.

        Εδώ τα πράγματα είναι πιο χαλαρά. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, πρώτη απογευματινή προβολή, οι άνθρωποι τρέχουν να κάνουν τα ψώνια της τελευταίας στιγμής όμως 10-15 περίεργοι επιλέγουμε να δούμε την καλύτερη ταινία της χρόνιας, η οποία είναι μάλιστα ισπανόφωνη (Απίστευτα πράγματα). Το κρύο είναι τσουχτερό ενώ βγάζουμε τα εισιτήρια, πριν μπούμε στο εσωτερικό του σινεμά. Αφίσες παντού στους τοίχους, όμως εμείς συνεχίζουμε ακάθεκτοι προς το κάτω που συμβαίνουν τα μαγικά(ναι τι έκπληξη, έχει και εδώ μαγικά!). Αφήνουμε πίσω μας τον τεράστιο εξώστη για να μην κρατάμε το φανάρι επί 2,5 ώρες και κατευθυνόμαστε στην πλατεία της αίθουσας. 450 άδειες θέσεις, τόσο όμορφες, απίστευτα συμμετρικές και άνετες. Τα επιβλητικά φώτα της οροφής μας καθοδηγούν και μόλις καθόμαστε να τη. Είναι ακριβώς μπροστά μας και κάπως ψηλά η οθόνη με το ξύλινο περίβλημα της περιμένει την εντολή από την καμπίνα προβολής. 

Το πεντακάθαρο ασπρόμαυρο φιλμ ξεκινά( πάλι ασπρόμαυρο, ντροπή!), νερά παντού στην οθόνη και σχεδόν αμέσως σβήνει για το διάλειμμα. Το δεύτερο μέρος μας ταξιδεύει ακόμα πιο μακριά, ένα ηχείο έχει πρόβλημα αλλά ακόμα και αυτό φαίνεται να ομορφαίνει την εμπειρία. Η ταινία τελειώνει και φεύγουμε με κοκκινισμένα μάτια ενώ ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν μας αποχαιρετούν από κάποια πόλη της Αφρικής ακριβώς έξω από την αίθουσα. Οι σκάλες τελειώνουν και εγώ δεν θέλω να φύγω. Έξω ρίχνει καρέκλες, πρέπει να τρέξουμε μέχρι το μετρό του Ευαγγελισμού…


 Σινεάκ, Πλ. Δημαρχείου, Πειραιάς

 Πρόκειται για έναν από τους δύο εναπομείναντες κινηματογράφους του Πειραία αυτή την στιγμή. Εγκαινιάσθηκε το 1974 και η πρώτη ταινία που προβλήθηκε ονομαζόταν «Κάποτε ήταν ένας παλιάνθρωπος». Ως το 1983 λειτουργούσε κυρίως ως παιδικό σινεμά και με τα χρόνια άρχισε να προβάλλει ταινίες όλων των ειδών.

Η επαφή μου με το Σινεάκ είναι μεγαλύτερη από αυτή που έχω με τους άλλους δύο. Αποτελούσε συνηθισμένη επιλογή για τις σχολικές εκδρομές. Το θέμα είναι βέβαια ότι τότε εξαιτίας της ηλικίας μου και των συγκυριών (200 παιδιά που φωνάζουν μέσα σε μια αίθουσα) δεν μπορούσα να κατανοήσω την μοναδικότητά του. Νομίζω ότι μπόρεσα να την διακρίνω πιο καθαρά πριν μερικούς μήνες. Βραδινή προβολή μιας Τετάρτης πήγα να δω την πολυδιαφημισμένη «Ευνοούμενη» του Γιώργου Λάνθιμου. Λόγω του ότι η ταινία θα άρχιζε αργά και η ταινία διένυε την τρίτη εβδομάδα προβολής της ο κόσμος ήταν ιδανικός. Πήραμε τα εισιτήρια από το γραφικό κουβούκλιο- εκδοτήριο και κατευθηνθήκαμε προς το υπόγειο που είναι η αίθουσα. Μέχρι εκεί μεσολάβησε η σκάλα με το φθαρμένο κόκκινο χαλί, οι αφίσες στους τοίχους, ο μεγάλος καθρέφτης και η παλιά μηχανή προβολών.

Η τεράστια αίθουσα με τα υπερβολικά αναπαυτικά καθίσματα υποδέχτηκε τους περιορισμένους θεατές και η προβολή άρχισε. Η ώρα περνάει γρήγορα, οι ίντριγκες και το μαύρο χιούμορ πηγαινοέρχονται και οι τίτλοι τέλους κοντοζυγώνουν. Τα φώτα ανοίγουν, είμαστε κάπως μουδιασμένοι από την ταινία, αλλά η επιβλητική ησυχία της αίθουσας κάνει την δουλειά της και με το παραπάνω. Αρχίζουμε την ανάβαση προς την έξοδο. Η κεντρική πλατεία Κοραή είναι άδεια τέτοια ώρα και προσφέρεται ιδανικά για σκέψη…

 

 Υ.Γ. Θερμή παράκληση, δώστε μια ευκαιρία στους κρυμμένους κινηματογράφους της Αθήνας. Ξεχάστε τα μονοδιάστατα και αδιάφορα μούλτιπλεξ για μια φορά και αναζητήστε την ζωντανή ιστορία της πόλης στα διατηρητέα μνημεία που προσπερνάτε και δεν τα προσέχετε. Καλή προβολή!

 

0 comments