Άρτεμις Αναστασιάδου: Εμείς βλέπουμε αυτό που βίωσε εκείνη
Τη συνέντευξη επιμελήθηκε η Έλενα Μαρκοπούλου
“Το Βανκούβερ” διαγωνίστηκε στο Εθνικό Διαγωνιστικό Τμήμα του 44ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους στη Δράμα. Δικαίως απέσπασε βραβεία και εξαιρετικές κριτικές. Πιο συγκεκριμένα απέσπασε το Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και την Τιμητική διάκριση καλύτερης ανδρικής ερμηνείας εξ ημισείας στον Βασίλη Κουτσογιάννη για την ταινία «Το Βανκούβερ» της Άρτεμις Αναστασιάδου και στον Απόλλωνα Σαρρή για την ταινία «Soul Food» του Νίκου Τσεμπερόπουλου. Επιπλέον, η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου ξεχώρισε και βράβευσε την ταινία με ερασιτέχνες ηθοποιούς, “διακρίνοντας τη νεο-ρεαλιστική γραφή της στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα” (Π.Ε.Κ.Κ).
Μια ιστορία αποχωρισμού και εξαφάνισης. Ο Γιώργος (Βασίλης Κουτσογιάννης) φεύγει ενώ η Βίκη (Μαργιάννα Καρβουνιάρη) μένει. Το ξόρκι, η Λάμια και ένα μισοπεθαμένο τοπίο.
Μια νεο-ρεαλιστική ταινία, με ερασιτέχνες ηθοποιούς, ιδωμένη μέσα από τα μάτια ενός παιδιού δημιούργησε η Άρτεμις Αναστασιάδου και εμείς την είδαμε και ενθουσιαστήκαμε. Είχα τη χαρά να κουβεντιάσω μαζί της και να τη ρωτήσω όλα όσα ήθελα να μάθω για την ταινία της.
Η ταινία είναι διαθέσιμη στην επίσημη πλατφόρμα του Φεστιβάλ Δράμας https://disff.cine.gr/#/ και θα παραμείνει διαθέσιμη μέχρι 26/09.
Γιατί Βανκούβερ;Ουσιαστικά χρησιμοποιώ κάποια στερεότυπα για τη μετανάστευση, ήθελα να έχει το άχρονο στοιχείο. Όταν ακόμα γράφαμε το σενάριο πολύ κόσμος με ρώτησε πότε διαδραματίζεται αυτή η ταινία το ‘50, το ΄60. Όχι τώρα διαδραματίζεται, στη σύγχρονη εποχή. Βέβαια στην σύγχρονη εποχή το να πας στο Μόναχο ή στη Στουττγάρδη δεν είναι τόσο ακραίο γιατί πλέον μετακινούμαστε εύκολα. Βέβαια η πανδημία το έχει αλλάξει αυτό. Ο Καναδάς, η Αμερική και η Αυστραλία είναι τόποι όπου υπάρχει ελληνική ομογένεια, είναι “κλασικοί” τόποι μετανάστευσης όπου ο ήρωας μου θα μπορούσε να πάει να βρει συγγενείς με αυτή τη λογική. Ήθελα να είναι κάτι μακρινό που δεν επιτρέπει τα συχνά ταξίδια και το κάνει το χωρισμό ακόμα πιο έντονο.
Και πιο μόνιμο;
Ναι, σίγουρα.
Τώρα που αναφέρατε τον ήρωα, ήταν όλοι οι ηθοποιοί συμπεριλαμβανομένου του Βασίλη από την περιοχή στο Μηλάκι, Αλιβερίου;
Ο Βασίλης ο Κουτσογιάννης δεν είναι από το Αλιβέρι, είναι ο μόνο άνθρωπος που φέραμε από Αθήνα. Αρχικά έκανα κανονικό κάστινγκ για την ταινία, και τον είχα δει σαν φάτσα σε μια άλλη μικρού μήκους που είχε παίξει με έναν σκηνοθέτη φίλο του, είχε παίξει έναν μικρό ρόλο και μου είχε κάνει εντύπωση η ευγένεια του προσώπου του. Τον είδα τυχαία στον δρόμο τις μέρες που έκανα κάστινγκ και σκέφτηκα να τον καλέσω να έρθει. Δεν έχει κάνει δραματική, έχει κάνει αυτή τη σκηνή με το φίλο του
τον Κωστή Αλεβίζο “Το Βάρος της Θάλασσας” πρόπερσι, στη Δράμα είχε πάει και αυτό και μετά ασχολείται με το θέατρο, είναι περφόρμερ, γράφει μουσική.
Τι σας έκανε να τον διαλέξετε, πέρα από το ανατριχιαστικά διαπεραστικό του βλέμμα;;
Είχε πολλά από αυτά που έψαχνα. Και είχε όντως ένα πολύ βαθύ βλέμμα που πιστεύεις ότι κάτι γίνεται από εκεί πίσω, κάτι υπάρχει ένα μικρό σύμπαν. Είχε μια φυσικότητα και ένιωσα ότι θα ταιριάξει επίσης με ένα παιδί που δεν έχει βγάλει δραματική, και δεν έχουν κάποιους τρόπους δουλειάς, κάποιες μανιέρες πολλές φορές που έχουν οι εκπαιδευμένοι ηθοποιοί.
Ποιό είναι ένα παράδειγμα σκηνοθετικής οδηγίας που του δώσατε σχετικά με τον χαρακτήρα του; αν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο;
Εμείς κάναμε μήνες πρόβες. Με αυτοσχεδιασμούς αλλά και πολλά παιχνίδια. Συνεργαστήκαμε και με μία συνεργάτη, η οποία ειδικεύεται στη παιγνιοθεραπεια και το θέατρο για παιδιά. Ο βασικός στόχος ήταν να καλλιεργηθεί η σχέση μεταξύ των δύο. Γιατί έχουμε έναν ενήλικο άντρα που πρέπει να γίνει ο αδερφός ενός μικρού κοριτσιού και αυτό ήταν από την αρχή πάρα πολύ δύσκολο. Το να τους κάνουμε να νιώσουν άνετα μεταξύ τους. Σαν να είναι πραγματικά αδέλφια. Αυτό ήταν το βασικό. Μετά οι οδηγίες ήταν τεχνικές, τους έβαζα σε μία κατάσταση. Και τους έδινα ένα στόχο, κάθε σκηνή έχει έναν, εδώ θες να πουλήσεις το μηχανάκι σου ή τους έδινα μία ατάκα να την πουν με δικά τους λόγια. Αυτό, δεν έδινα πολλές οδηγίες δεν χρειαζόταν.
Το σενάριο ήταν οριστικοποιημένο ή ο αυτοσχεδιασμός συνέβαλε στην τελική του μορφή;
Κάποι διάλογοι είναι ακριβώς όπως ήταν γραμμένοι από την αρχή και κάποιοι άλλοι ήταν δικά τους λόγια. Δουλέψαμε πάνω στο τι συμβαίνει στην κάθε σκηνή, τι συμβαίνει μεταξύ των δύο χαρακτήρων. Πάνω σε τέτοιες ποιότητες δουλεύαμε στους αυτοσχεδιασμούς χωρίς να ξέρουν ακριβώς τι γίνεται. Και μετά όταν τους βάζαμε στο μέρος του γυρίσματος, γινόντουσαν τα πράγματα πιο συγκεκριμένα. Οπότε πολλά λόγια είναι δικά τους, ναι πάρα πολλά λόγια είναι δικά τους, παραλλαγές αυτών που είχα γράψει απλά με δικό τους τρόπο.
Ρώτησα γιατί μου έκανε εντύπωση η φυσικότητα των διαλόγων.
Ναι γιατί ο διάλογος εδώ είναι καθαρά πρακτικός. Είναι αυτό που κάνουμε στην καθημερινότητα, μπορεί να λέμε κάτι και να εννοούμε πεντακόσια άλλα πράγματα. Ο διάλογος είναι κάτι τετριμμένο, το θέμα είναι τι συμβαίνει μεταξύ τους αυτή τη στιγμή. Άμα βγάλεις τα λόγια δηλαδή.
Στην περιοχή του Αλιβερίου γυρίστηκε;
Ναι, γυρίστηκε στο Μηλάκι ένα χωριό στην περιοχή εκεί, ανάμεσα στα δύο εργοστάσια, της ΔΕΗ και της ΑΓΕΤ. Το κορίτσι το βρήκαμε από τα σχολεία εκεί, κάναμε επίσης ενδελεχές κάστινγκ. Και οι υπόλοιποι ήταν επίσης άνθρωποι από το Μηλάκι και το Αλιβέρι που συνεργάστηκαν μαζί μας και τους ευχαριστούμε πολύ.
Είναι μια ιστορία αποχωρισμού, έχει θεματική την μετανάστευση και την ερήμωση και προσωπικά ένιωσα έντονο το υπερφυσικό στοιχείο. Ο σύνδεσμος με τον μύθο της Λάμιας πως προέκυψε στην σύλληψη της ιδέας; Έγινε λόγω της περιοχής;
Η ιστορία είχε γραφτεί με κάποιες άλλες σκηνές, γενικά γράφτηκε πολλές φορές το σενάριο. Όταν τελικά όντως αποφάσισα να το κάνω σε αυτήν την περιοχή τότε μέσα από έρευνα που κάναμε για την περιοχή βρήκα αυτήν την ιστορία. Την θεώρησα ταιριαστή γιατί, η πρωταγωνίστριά μου είναι ένα παιδί, ήθελα να πω την ιστορία μέσα από τα μάτια ενός παιδιού και ήθελα να μιλήσω για την εξαφάνιση. Διάβασα αυτήν την ιστορία και σκέφτηκα ότι όντως μπορώ να το εντάξω, και την ιστορία της περιοχής. Δηλαδή ένα Λιγνιτωρυχείο, πάντα φέρνει στο μυαλό ατυχήματα, με εργάτες… Τώρα βέβαια αυτός ο μύθος είναι ακόμα πιο παλιός. Αλλά γενικά είναι μια περιοχή που έχει ζήσει πολύ από ενέργεια, και τώρα έχει ανεμογεννήτριες. Αλλά κατά παράδοση ζούσε από το Λιγνίτη. Και έχει φέρει κόσμο, έχει δημιουργήσει πλούτο και δουλειές αλλά και έχει πάρει κόσμο, και έχει διώξει κόσμο για τους αντίστοιχους λόγους, οπότε ήθελα να συνδέσω αυτό το μύθο και να δώσω αυτό το μεταφυσικό στοιχείο στην ιστορία και στο πως μπορεί να τη βιώνει η πρωταγωνίστρια.
Υπάρχει κάποιο quote, κάποια ατάκα που είναι αγαπημένη;
Εντάξει αυτό που μ’αρέσει και το είπανε τα παιδιά είχε γραφτεί είναι εκεί που της λέει “Μπορείς να βρεις ένα μαγικό για να μείνω στο χωριό;” και λέει αυτή “Άμα το βρω στο Youtube θα το μάθω”. Που δείχνει πάρα πολύ τον πόνο ότι οι νέοι σε αυτήν την χώρα ούτε με μαγικά δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Και για μένα αυτό είναι ο μεγαλύτερος πόνος για τους νέους. Αλλά ακόμα και στη δική μου γενιά υπήρχε τεράστιο θέμα που ήταν πριν τις κρίσεις, για παιδιά που δεν έχουν τις ικανότητες ή τις γνωριμίες για να προχωρήσουν.
Εμένα μου έβγαλε και το θέμα της ανάγκης του να μαθαίνει μόνος σου στον εαυτό σου δεξιότητες, να είσαι αυτοδίδακτος, γιατί μόνη της έμαθε το κόλπο με το κέρμα.
Ωραίο, δεν το είχα σκεφτεί έτσι.
Στο τέλος, αφού η Βίκη έχει αποκοιμηθεί και ξυπνάει και τρέχει ξυπόλυτη στο δρόμο, γιατί δεν την χαιρέτησε; Γιατί δεν την ξύπνησε να την χαιρετήσει;
(εδώ η Άρτεμις γελάει και εγώ καταλαβαίνω ότι καλά έκανα και άφησα αυτήν την ερώτηση για το τέλος.)
Δεν ξέρουμε άμα την χαιρέτησε ή δεν την χαιρέτησε. Εμείς βλέπουμε αυτό που βίωσε εκείνη. Στον ύπνο της το βαθύ, δεν ξέρουμε τι έγινε.



0 comments