Ξεκίνησε και επίσημα την Πέμπτη 2 Μαρτίου το 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης μέσα σ' ένα κλίμα πένθους, όπως και αναμενόταν, με τη ματαίωση της επίσημης τελετής έναρξης, των εορταστικών εκδηλώσεων και των συναυλιών που είχαν προγραμματιστεί στο πλαίσιο της διοργάνωσης. Θα πραγματοποιηθούν μόνο οι προβολές των ταινιών, οι διαλέξεις και συζητήσεις και οι εργασίες της Αγοράς.
Η αυλαία άνοιξε με την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας "La Singla" της Παλόμα Θαπάτα, που έλαβε χώρα στο Ολύμπιον, την κεντρική και μεγαλύτερη αίθουσα από αυτές του Φεστιβάλ. Δυστυχώς, ο γράφων δεν βρίσκεται στην συμπρωτεύουσα, αλλά χάρη στις online προβολές (ίσως το μοναδικό θετικό που μας άφησε η πανδημία), δίνουμε το παρόν και πάλι με τούτες τις άτυπες ανταποκρίσεις.
Στο "La Singla" λοιπόν, παρακολουθούμε την απίστευτη ιστορία ενός θρύλου του χορού που μας μαθαίνει από την αρχή καινούργια βήματα στη σκηνή και τη ζωή. Η Αντόνια Σίνγκλα γεννήθηκε στα προάστια της Βαρκελώνης και έχασε την ακοή της λίγο μετά τη γέννησή της. Έτσι, έμαθε να χορεύει φλαμένκο χωρίς να ακούει τη μουσική. Σε ηλικία 17 ετών άλλαξε τα δεδομένα του κόσμου του φλαμένκο, όμως προτού να κλείσει τα 30 αποσύρθηκε οριστικά από τη χορευτική σκηνή. Πενήντα χρόνια αργότερα, μια νεαρή γυναίκα ανακαλύπτει υλικό αρχείου από τα πιο ένδοξα χρόνια της Αντόνια και μαγεύεται από τη μορφή της. Η μία και μοναδική "La Singla" έκρυβε στο βλέμμα της ένα τραγικό στοιχείο και ακτινοβολούσε ένα πάθος που ξεπερνά τον χορό. Γιατί δεν είχε ακούσει τίποτα για εκείνη ως τώρα; Αποφασίζει λοιπόν να διαλευκάνει το μυστήριο γύρω από αυτήν και ξεκινά ένα ταξίδι αναζήτησης, με σκοπό να ακούσει από την ίδια την συγκινητική ιστορία της.
Εντυπωσιακή ιστορία εμποτισμένη με τα ανθρώπινα πάθη και τον πόνο που προκαλούν αυτά, αλλά το ντοκιμαντέρ δεν καταφέρνει να περάσει σχεδόν ποτέ στον θεατή τίποτα από τα παραπάνω με αποτέλεσμα να παραμένει αμέτοχος και αδιάφορος κατά τη διάρκειά του. Η Παλόμα Θαπάτα φαίνεται σαν να μη γνωρίζει πως να διαχειριστεί την ιστορία και το υπέρογκο υλικό που έχει στα χέρια της, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει ένα φιλμ που παραπατά ανάμεσα στην τεκμηρίωση και τη μυθοπλασία, δίχως να κατακτά εν τέλει τίποτα από τα δύο. Μπερδεμένο και ασαφές, αυτοαναιρεί το ίδιο το σασπένς που επιχειρεί να χτίσει σχετικά με το που βρίσκεται σήμερα η θρυλική Λα Σίνγκλα, ενώ αποτυγχάνει όχι απλά να ορίσει το περίφημο duende, αλλά ούτε να το προσδιορίσει στο περίπου.
Στο "Innocence" από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος είναι μια υπόθεση που χρειάζεται αφηγητές. Μια καλή ιστορία είναι κρίσιμη για τη νομιμοποίηση της χρήσης των όπλων. Γι’ αυτό και κάθε στρατός χρειάζεται δυναμικές στρατηγικές προώθησης των επιχειρήσεων – και ως προς αυτό, το κράτος του Ισραήλ αποτελεί περίτρανο παράδειγμα. Συνεχίζει να γιγαντώνεται, να διατηρεί τα κατεχόμενα εδάφη του, να εποικίζει επιτυχώς, ενώ γίνεται όλο και πιο δυνατό και αποδεκτό στη διεθνή κοινότητα. Η ιστορία του κατατρεγμένου έθνους και του «περιούσιου λαού» είναι βασικοί πυλώνες της πολιτικής δημοσίων σχέσεων της χώρας. Ωστόσο, προτού παρουσιαστεί αυτή η ιστορία στον κόσμο, πλασάρεται (ή μήπως δοκιμάζεται;) στη νεότερη γενιά. Όσο προχωρά η διαφθορά των ηθών που συνδέεται με το απαρτχάιντ, τόσο πιο επικίνδυνη φαίνεται η λιποταξία… Αυτή είναι η ιστορία των παιδιών που αντιστάθηκαν στην υποχρεωτική στράτευση, αλλά τελικά συνθηκολόγησαν. Οι ιστορίες τους δεν ειπώθηκαν ποτέ, αφού έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Χτίζοντας μια αφήγηση βασισμένη στα ανατριχιαστικά τους ημερολόγια, η ταινία αποτυπώνει την εσωτερική τους σύγκρουση.
Ντοκιμαντέρ - καταγγελία απέναντι στην μιλιταριστική και ανήθικη προπαγάνδα του Ισραήλ, που έχει ως δέκτες αθώα παιδικά μυαλά που μαθαίνουν να μισούν τους Παλαιστίνιους πριν καλά καλά αρχίσουν να διαβάζουν. Οι ανείπωτες ιστορίες αυτών των νέων ανθρώπων που τόλμησαν να εναντιωθούν στη βία και την ανηθικότητα του επίσημου κράτους μας δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα από την έρημο της ψυχής τους, μέσω της χρήσης φωτογραφιών και αποσπασμάτων, που ενίοτε σοκάρουν. Ο Γκάι Νταβίντι, φλερτάρει με τον μελοδραματισμό και δεν πετυχαίνει να συγκρατήσει στο σύνολο της ταινίας του τις θεμιτές ισορροπίες , αλλά μας χαρίζει μια διαφορετική οπτική πάνω σε μία από τις πιο τραγικές ανοιχτές πληγές του κόσμου μας. Το σύνολο των αφηγήσεων, είναι στην ουσία μια ύστερη επιστολή, ύμνος στη διαφορετικότητα και την ελευθερία της γνώμης με πολλαπλούς παραλήπτες, όπως τους νεότερους εαυτούς των εφήβων που αναγκάστηκαν με τη βία να ενηλικιώθηκαν απότομα, τους γονείς και τους συγγενείς τους, αλλά πρωτίστως την αρρωστημένη κοινωνία...



0 comments