Η Laura (1944) του Otto Preminger συνιστά ένα από τα πλέον εκλεπτυσμένα και υποβλητικά φιλμ νουάρ του κλασικού Χόλιγουντ, καθώς ταινία αναδίδει μια απαράμιλλη ατμόσφαιρα μυστηρίου, ρομαντισμού και εμμονής. Ο σαγηνευτικός διάλογος, η απόκοσμη κινηματογράφηση και η γεμάτη υπαινιγμούς αύρα της, την καθιστούν μια αψεγάδιαστη μελέτη ταυτότητας και επιθυμίας.
Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τον ντετέκτιβ Mark McPherson (Dana Andrews), ο οποίος καλείται να διαλευκάνει τη φαινομενικά ανεξήγητη δολοφονία της αινιγματικής Laura Hunt (Gene Tierney). Στην αναζήτηση της αλήθειας, έρχεται αντιμέτωπος με έναν γοητευτικό αλλά ύποπτο περίγυρο: τον εκκεντρικό και ευφυή αρθρογράφο Waldo Lydecker (Clifton Webb) και τον αμφίσημα ελκυστικό Shelby Carpenter (Vincent Price). Μαζί, οι τρεις άντρες προσπαθούν να καταλάβουν τι συνέβη στη Laura, ο καθένας τους διηγούμενος τη δική του εκδοχή των γεγονότων που προηγήθηκαν της δολοφονίας της. Σταδιακά, ο ντετέκτιβ γοητεύεται ολοένα και περισσότερο από τη Laura, μια γυναίκα που γνωρίζει μόνο μέσα από τα απομεινάρια της ζωής της: ένα πορτρέτο, αποσπασματικές αφηγήσεις και μια αίσθηση μυστηρίου που αιωρείται.
Βασισμένο στο μυθιστόρημα της Vera Caspary, το σενάριο ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στο μυστήριο και τον ρομαντισμό, πλέκοντας ένα νήμα αγωνίας και υπνωτισμού. Η αφηγηματική του δομή, γεμάτη ανατροπές, διατηρεί τον θεατή καθηλωμένο μέχρι το αινιγματικό του φινάλε.
Αυτό που αναδεικνύει τη Laura πέρα από ένα συμβατικό φιλμ νουάρ είναι η εξαιρετικά καλοδουλεμένη ψυχολογική της διάσταση. Ο Preminger παίζει με την αντίληψη, αναγκάζοντας το κοινό να αναρωτηθεί αν η έλξη του McPherson είναι αποτέλεσμα γνήσιων συναισθημάτων ή απλώς μια αντανάκλαση της δικής του επιθυμίας. Η ταινία εξερευνά με δεξιοτεχνία θέματα ηδονοβλεψίας, εξιδανίκευσης και της ευμετάβλητης φύσης της αλήθειας, θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στην αγάπη και την εμμονή, την πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση.
Η Gene Tierney ενσαρκώνει μια μοιραία γυναίκα, αινιγματική και ακαταμάχητη, κάνοντας απόλυτα κατανοητό γιατί όλοι οι άνδρες της ταινίας υποκύπτουν στη γοητεία της. Ο Dana Andrews αποτυπώνει υποδειγματικά την εξέλιξή του ντετέκτιβ από ψυχρό ανακριτή σε βασανισμένο θαυμαστή, του οποίου η ατσάλινη λογική θολώνει μπροστά στη σαγήνη της νεκρής Laura. Καθηλωτική βρήκα και την ερμηνεία του Clifton Webb ο οποίος προσδίδει στον Lydecker μια σαρδόνια ευφυΐα και μια δηλητηριώδη κτητικότητα, καθιστώντας τον ως έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους ανταγωνιστές σε νουάρ. Αντίστοιχα, ο Vincent Price προσθέτει μια αδιόρατη δόση αβεβαιότητας στον χαρακτήρα του Carpenter ενισχύοντας τη δραματική ένταση της ταινίας.
Φυσικά, οι ερμηνείες των ηθοποιών δεν είναι το μοναδικό δυνατό σημείο της ταινίας, καθώς η σκηνοθεσία και η κινηματογραφική αισθητική την καθιστούν διαχρονική. Ο Preminger σκηνοθετεί με λεπτότητα και μετατρέπει κάθε σκηνή σε μια εικαστική σύνθεση, ενώ ο υποβλητικός φωτισμός και οι αριστοτεχνικές γωνίες λήψης του διευθυντή φωτογραφίας Joseph LaShelle, ο οποίος έλαβε το Όσκαρ για το καλύτερο cinematography, διαμορφώνουν έναν κόσμο σκοτεινό και συνάμα ονειρικό. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω και μια μικρή αναφορά στην καθηλωτική μουσική επένδυση του David Raksin, η οποία απογειώνει την υπνωτική ατμόσφαιρα, δημιουργώντας μια νοσταλγική μελωδία που, όπως και η ίδια η ηρωίδα, γίνεται εμμονή—η επανάληψή της καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας αντικατοπτρίζει την αδυναμία των χαρακτήρων να ξεφύγουν από την παρουσία της.
Η Laura δεν είναι απλώς ένα φιλμ νουάρ – είναι ένας κινηματογραφικός ύμνος στη γοητεία του μυστηρίου, στην εξουσία της εικόνας και στην αινιγματική φύση της ανθρώπινης ψυχής. Με έναν μαγνητισμό που παραμένει αδιάβρωτος στον χρόνο, εξακολουθεί να αιχμαλωτίζει κάθε θεατή που τολμά να χαθεί στη σκιά της. Ένα αριστούργημα σμιλεμένο με ακρίβεια, που αποδεικνύει ότι το σινεμά, στην πιο αγνή του μορφή, είναι η τέχνη της ψευδαίσθησης!
0 comments