Ο Ζαν-Πιερ Μελβίλ συναντά τον Σαμουράι στην πόλη του τίποτα

 

«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από αυτή του σαμουράι, εκτός από εκείνη της τίγρης στη ζούγκλα.»

 Η ταινία Le Samouraï (Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο, 1967), του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, αποτελεί μια από τις πιο στοχαστικές και ακριβείς αποτυπώσεις του αστικού υπαρξισμού στον κινηματογράφο. Μεταξύ ιαπωνικής απλότητας, αμερικανικού γκανγκστερικού στυλ και γαλλικής φιλοσοφικής μελαγχολίας, ο Μελβίλ κατορθώνει να δημιουργήσει ένα σύμπαν όπου η μοναξιά γίνεται ο μόνος αληθινός κώδικας τιμής.

Με πρωταγωνιστή τον Αλαίν Ντελόν –τον οποίο η κάμερα μεταμορφώνει σε απόλυτο φάντασμα της πόλης– η ταινία περιστρέφεται γύρω από τον Ζεφ Κοστελό, έναν εκτελεστή που κινείται με μαθηματική ακρίβεια και αφοπλιστική απλότητα. Όλες του οι κινήσεις, από το άναμμα ενός τσιγάρου μέχρι τη ρύθμιση του καπέλου του, αποτελούν μέρος μιας τελετουργίας. Δεν υπάρχει περιττή χειρονομία – μόνο σιωπή, αναμονή και θάνατος.

Το Παρίσι του Le Samouraï δεν είναι ρομαντικό ή πολυσύνθετο· είναι γκρι, έρημο και παγερό, σαν μια αντανάκλαση του ψυχικού κόσμου του Ζεφ. Είναι ένας κόσμος αποστειρωμένος, χωρίς ουσιαστικές σχέσεις, ένας ενδιάμεσος τόπος ανάμεσα στη ζωή και τον αφανισμό. Ο Ζεφ δεν έχει παρελθόν, δεν έχει μέλλον – ήρθε στον κόσμο μόνο και μόνο για να εκπληρώσει την αποστολή του. Δεν μας απασχολεί το «γιατί»· η εστίαση πέφτει αποκλειστικά στην κατηγορική προσταγή που του έχει ανατεθεί – και η οποία πρέπει να εκπληρωθεί, με κάθε κόστος.

Ο Μελβίλ υπογραμμίζει, σχεδόν ύπουλα, τις ανατριχιαστικές ομοιότητες ανάμεσα στην «καθώς πρέπει» κοινωνία και τον υπόκοσμο. Η ανάκριση της αστυνομίας, η επιτήρηση με κοριούς, οι τεχνικές παρακολούθησης είναι αντίστοιχες με τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ο Ζεφ για να κλέψει ένα αυτοκίνητο ή να ξεγλιστρήσει από τη σκιά. Σε έναν κόσμο όπου οι μηχανισμοί εξουσίας και παρανομίας λειτουργούν με τα ίδια εργαλεία, η διάκριση καλού-κακού χάνει κάθε αξία.

Ο Ζεφ δεν είναι απλώς επαγγελματίας· είναι μέλος ενός ασύλληπτα εσωτερικευμένου ηθικού συστήματος. Η τιμή και η σιωπή υπερισχύουν του ενστίκτου επιβίωσης. Δεν αναζητά λύτρωση, ούτε συγχώρεση – μόνο την απόλυτη συνέπεια με τον κώδικά του. Η κάμερα του Μελβίλ δεν προσεγγίζει τον ήρωα με δραματική ένταση· αντίθετα, παρατηρεί ψύχραιμα, αθόρυβα, με απόσταση. Το βλέμμα του θεατή γίνεται αυτόπτης μάρτυρας μιας τελετουργίας, ενός ύστατου ιερουργήματος πριν την εξαφάνιση.

Το διαμέρισμά του, άδειο και σκοτεινό, θυμίζει κελί μοναχού ή δωμάτιο εγκλήματος – οριακά εκτός του πραγματικού κόσμου. Δεν υπάρχουν συναισθήματα, δεν υπάρχουν λέξεις· μόνο ακινησία.

Αν και εντάσσεται στο κινηματογραφικό νουάρ –μοναχικός ήρωας, γκρίζες ηθικές ζώνες, αποστασιοποίηση από τον κοινωνικό ιστό– το Le Samouraï απορρίπτει την αμερικανική θεατρικότητα. Δεν υπάρχει femme fatale, δεν υπάρχει ρομαντισμός, δεν υπάρχει εξιδανίκευση της βίας. Αντ’ αυτού: πειθαρχία, σιωπή και η αργή αλλά βέβαιη πορεία προς το αναπόφευκτο. Η ταινία πλησιάζει περισσότερο στον Μπρεσόν, στον Αντονιόνι, στη σιωπηλή απόγνωση της μεταπολεμικής Ευρώπης, παρά στις γρήγορες ατάκες και την αισθησιακή μυθολογία του Χόλιγουντ.

Ο θάνατος, τελικά, δεν έρχεται ως ήττα, αλλά ως ολοκλήρωση. Μια πράξη που σφραγίζει τον κύκλο· μια επιλογή που συνάδει με τον προσωπικό μύθο του Ζεφ. Έναν μύθο που δεν καταρρέει, αλλά εκτελείται – με ακρίβεια, όπως όλα όσα έκανε. Και ίσως αυτή να είναι η τελευταία του νίκη: ότι επιλέγει πώς θα φύγει. Όχι ως εγκληματίας, αλλά ως σαμουράι. Ένας άντρας με ισχυρή ενόρμηση προς τον θάνατο, που είχε μάθει να ζει ήδη σαν νεκρός.

0 comments