Συναισθηματική αξία, η.
H αξία ενός αντικειμένου που προκύπτει από προσωπικούς ή συναισθηματικούς συσχετισμούς και όχι από υλική αξία.
Αυτήν την αξία αγγίζει η έκτη ταινία του Joachim Trier, Sentimental Value, που έκανε πρεμιέρα στις Κάννες το 2025 και απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Πρόκειται για ένα οικογενειακό δράμα γεμάτο μελαγχολία αλλά και τρυφερότητα, που διερευνά τον πόνο της απώλειας και την εύθραυστη σχέση πατέρα και κόρης.
Η ιστορία ξεκινά με τη Νόρα (Renate Reinsve) και την Άγκνες (Inga Ibsdotter Lilleaas), οι οποίες μετά τον θάνατο της μητέρας τους έρχονται αντιμέτωπες όχι μόνο με το πένθος, αλλά και με την επιστροφή του πατέρα τους Γκουστάβ (Stellan Skarsgård), διάσημου σκηνοθέτη που τις είχε εγκαταλείψει όταν ήταν παιδιά. Στο παλιό οικογενειακό σπίτι —το σπίτι που κάποτε η Νόρα περιέγραφε ως γεμάτο «θόρυβο» και ζωντάνια, αλλά σίγησε μετά την αποχώρηση του πατέρα— οι δύο αδελφές καλούνται να ξεκαθαρίσουν αντικείμενα γεμάτα συναισθηματική αξία και, ταυτόχρονα, να αναμετρηθούν με τα δικά τους τραύματα.
Ο Γκουστάβ επιστρέφει όχι ως μετανοημένος πατέρας, αλλά ως δημιουργός που θεωρεί ότι έχει γράψει το καλύτερο σενάριο της καριέρας του: μια αυτοβιογραφική ταινία για τη δική του μητέρα. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος έχει γραφτεί για τη Νόρα, που στο μεταξύ έχει διαγράψει πορεία στο θέατρο. Η κατηγορηματική -και γεμάτη οργή- άρνησή της τον οδηγεί να αναζητήσει αντικαταστάτρια στο πρόσωπο της Ρέιτσελ Κεμπ (Elle Fanning), μιας Αμερικανίδας σταρ που τον θαυμάζει. Ωστόσο, η ίδια αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι ο ρόλος δεν είναι δικός της και καταλήγει, άθελά της, να γίνει καταλύτης για να έρθουν στην επιφάνεια οι ρωγμές και τα ανείπωτα συναισθήματα της οικογένειας.
Ο Trier πλάθει ένα πολυεπίπεδο δράμα που ακροβατεί ανάμεσα στη μελαγχολία και το χιούμορ. Η ταινία εξετάζει πώς η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει άλλοτε ως μέσο θεραπείας, άλλοτε ως μηχανισμός ελέγχου. Ο Γκουστάβ αντιμετωπίζει την τέχνη σαν μέσο εξιλέωσης, ενώ οι κόρες του βλέπουν την προσπάθειά του ως ακόμη μία πράξη εγωκεντρισμού. Η μνήμη παρουσιάζεται όχι ως γλυκιά νοσταλγία, αλλά ως συγκρουσιακό πεδίο: όπως στον κινηματογράφο, έτσι και στη ζωή, μπορεί να ανακατασκευαστεί ή να παραποιηθεί.
Οι ερμηνείες είναι υποβλητικές. Ο Skarsgård δίνει βάρος και ευθραυστότητα στον Γκουστάβ, η Reinsve μεταφέρει με ακρίβεια τον θυμό και την απογοήτευση της Νόρας, ενώ η Fanning αποφεύγει τα στερεότυπα, προσφέροντας στη Ρέιτσελ βάθος και τελικά μια πράξη αυτογνωσίας που αλλάζει την τροχιά της ιστορίας. Η Άγκνες λειτουργεί ως ενδιάμεσος κρίκος, συχνά παραμελημένη αλλά καθοριστική στην πορεία προς την αναγνώριση και τη συμφιλίωση.
Η σκηνοθεσία του Trier είναι διακριτική μεν, καίρια δε. Με μακρά πλάνα δίνει χώρο στους ηθοποιούς να αναπνεύσουν, ενώ με κοφτές εναλλαγές αιχμαλωτίζει τις εντάσεις. Η φωτογραφία αποτυπώνει με ευαισθησία τη ζεστασιά των οικογενειακών στιγμών και την ψυχρότητα του καλλιτεχνικού περιβάλλοντος, ενισχύοντας το δίπολο «οικειότητα – δημόσια εικόνα».
Το Sentimental Value δεν είναι απλώς μια ιστορία συμφιλίωσης, αλλά και ένα στοχαστικό σχόλιο για την ίδια τη φύση του κινηματογράφου. Εν τέλει, τι αποτελεί «συναισθηματική αξία»; Ένα κόκκινο βάζο, ένα σπίτι ή οι σχέσεις; Η ζυγαριά τείνει προς την τελευταία επιλογή, διότι όσο φθαρμένες κι αν είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις, δεν παύουν να διατηρούν βάρος και σημασία.
0 comments