Barbieheimer: Ο απολογισμός του φαινομένου - καμπή για το σινεμά φέτος
![]() |
Photo Illustration: Chuck Kerr |
Τρεις απόψεις για το φαινόμενο Barbenheimer, που έλαβε το όνομά του από τις δύο ταινίες- Barbie και Oppenheimer- που αποτέλεσαν αφορμή για αναρίθμητα debate στην ευρύτερη κοινότητα των σινεφίλ -και όχι μόνο- το καλοκαίρι που μας πέρασε. Έγραψε, τελικά, η κάθε ταινία μια δική της ιστορία ή επρόκειτο απλά για πολύ επιτυχημένο μάρκετινγκ από πλευράς των στούντιο;
Βίκη Γεωργιάδου
Για κάποια ζητήματα και καταστάσεις, είναι προτιμότερο να τηρείται πρωταρχικά μια απόσταση ασφαλείας, έτσι ώστε να μπορέσουν μελλοντικά να αναλυθούν μέσα από κρυστάλλινο βλέμμα. Συνεπώς, μιας και που ο (σοσιαλ)μιντιακός καθρέφτης της ποπ κουλτούρας έχει απομακρυνθεί προ πολλού από το φαινόμενο “Barbenheimer”, τώρα λοιπόν είναι η καταλληλότερη στιγμή να ειπωθούν δύο λόγια για αυτό – έστω κι αν πρακτικά δεν έχει μείνει κάποια άποψη επί του θέματος ανέκφραστη.
Πρώτη φώτισε τις μεγάλες οθόνες η “Barbie”, προσωποποίηση της πατριαρχίας που φορά τακούνια –γνωστή και ως white feminism. Διότι εν τέλει, η Barbie ήρθε κάπως άχαρα, ώστε να εξυγιάνει στα μάτια μας τη Mattel και να τη διαφημίσει, με τη πρόφαση ενός κάπως ρηχού, παρωχημένου πλέον κύματος φεμινισμού. Και τα κατάφερε περίφημα, με κούφια λογύδρια χωρίς ιδιαίτερη ουσία την ίδια ώρα που οι έμφυλες διακρίσεις και ανισότητες μόνο που δεν εξομαλύνονται. Στα αδύναμα σημεία της ταινίας προστίθεται και μια απογοητευτική έλλειψη διαθεματικότητας.
Συνεπώς, όσο χαμηλά και να τίθενται οι προσδοκίες, η Barbie όχι μόνο έδωσε υποσχέσεις που δεν τήρησε, αλλά έβαλε ανεξίτηλα την υπογραφή της σε προβληματικές ρητορικές μιας φαινόμενης – με άλλα λόγια καθόλου συμπεριληπτικής – γυναικείας ενδυνάμωσης. Έτσι, η πατριαρχία κουκουλωμένη με το ύφασμα του καπιταλισμού σε έντονη ροζ απόχρωση δεν μπορεί παρά να είναι εντελώς αποκαρδιωτική.
Βέβαια, η ταινία συγκίνησε μεγάλο μέρος του κοινού, ενώ δεν έλειψαν και εκρήξεις τοξικής αρρενωπότητας. Εδώ μάλιστα υπεισέρχεται ένα δίπολο, το οποίο χρωστάμε περισσότερο στο σινεμά παρά στη Barbie της Mattel: Μολονότι η Barbie έσυρε πίσω της ένα σωρό κακώς κείμενα και στερεότυπα που απέτυχε να καταρρίψει, επέτρεψε ταυτόχρονα να ανθίσουν βαθύτερες συζητήσεις πάνω στο θέμα του Φεμινισμού. Αυτό και μόνο λοιπόν αξίζει να κρατήσουμε…
Μιλώντας πιο πάνω για εκρήξεις, η κουβέντα κι ο χρόνος μας φέρνουν στο “Oppenheimer” του Christopher Nolan, το οποίο κάθεται επάξια μερικά σκαλιά κάτω από αριστουργήματα. Η βιογραφία του J. Robert Oppenheimer, εμποτισμένη με μια μικρή δόση μυθοπλασίας, αφήνει αρκετό χώρο στον θεατή να μεταβολίσει που βρίσκεται η ηθική, η ανηθικότητα ή η σύγκρουση των δύο, αφήνοντας ουσιαστικά τη σύγχρονη ιστορία να διηγηθεί το αξίωμά της. Έτσι, δημιουργείται – εκούσια ή ακούσια – μια αρμονία που κάνει τις τρεις ώρες διάρκειας του φιλμ να περνούν αβίαστα. Είτε πρόκειται για αγωνιώδη σιωπή είτε για θορυβώδεις σεκάνς, το εύρος των συναισθημάτων που προκαλεί το “Oppenheimer” είναι εντυπωσιακό από μόνο του, παρόλα αυτά, επαυξάνεται από τη σκηνοθεσία, το μοντάζ, καθώς και τα θλιβερά βιολιά του Ludwig Göransson. Για ακόμη μια φορά, ο Nolan επιλέγει μια μη-γραμμική χρονολογία, η οποία εκτελείται επιδέξια, με αποτέλεσμα η αφήγηση να ξετυλίγεται κομψά έως ότου συνδεθούν όλες οι κουκκίδες.
Ωστόσο, ακάλυπτη παραμένει η αχίλλειος πτέρνα του σκηνοθέτη, που δεν είναι άλλη από τους κακογραμμένους γυναικείους χαρακτήρες. Ίσως αυτό είναι που οδηγεί στο γεγονός ότι ο αισθησιασμός στη ταινία δεν καταφέρνει να λειτουργήσει, αντιθέτως ισοπεδώνεται μέσα στο υπόλοιπο περιεχόμενο. Ταυτόχρονα, ομολογουμένως δεν σκιαγραφούνται πλήρως οι επιπτώσεις της ατομικής βόμβας, τόσο στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι της Ιαπωνίας που βομβαρδίστηκαν όσο και στους Ιθαγενείς των περιοχών όπου έλαβαν χώρα οι πυρηνικές δοκιμές. Έχει ενδιαφέρον να διερωτηθούμε αν αυτό έγινε σκόπιμα ή αποτελεί ελάττωμα…
Αναμφίβολα, το λεγόμενο “Barbenheimer” – πέρα από την εμπορική προώθηση των δύο ταινιών – έφερε με το πέρασμά του τάσεις, συζητήσεις, τις στριφογύρισε για λίγο στη καθημερινότητα, τελικά τις πήρε ξανά πίσω. Εκτός από οτιδήποτε μπορεί να οριστεί μόνο ως προσωπική άποψη, εγώ κρατώ ακριβώς ό,τι και οι υπόλοιποι: την εικόνα των γεμάτων κινηματογράφων μέσα στο αποπνικτικό κατακαλόκαιρο…
Βιργινία Κιμπουροπούλου
Γίνεται μια ταινία για μια κούκλα να αποτελέσει αντικείμενο για περισσότερες πολιτικές συζητήσεις από μια ταινία για τον «πατέρα της ατομικής βόμβας»;
Κι όμως, η ταινία Barbie της Greta Gerwig κατάφερε να το κάνει αυτό πραγματικότητα, μιας και πέρα από το επιτυχημένο ροζ (κυριολεκτικά) μάρκετινγκ, το all-star cast – με πρωταγωνιστές τους Margot Robbie και Ryan Gosling- και ο προσανατολισμός γύρω από κοινωνικά ζητήματα έκαναν…mainstream το φεμινισμό στο δημόσιο διάλογο. Αλλά μήπως ο φεμινισμός αυτός ήταν τόσο ροζ όσο και τα ρούχα της Barbie στην ταινία; Άλλα περιμέναμε από την σκηνοθέτη του Lady Bird και σεναριογράφο στο Frances Ha και άλλα είδαμε τελικά μετά από ένα χρόνο αναμονής της πρώτης ταινίας για την κούκλα της Mattel που διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό ένα πρότυπο για τη γυναικεία ομορφιά και εικόνα στα νεαρά κορίτσια. Τι περιμέναμε; Μια ταινία που να απομυθοποιεί έξυπνα το franchise και το πώς στην πραγματικότητα αποτελεί άλλο ένα προϊόν μιας βαθύτατα πατριαρχικής κοινωνίας που για χρόνια καταπιέζει γενιές και γενιές γυναικών. Τι μας ήρθε; Ένας μονόλογος για τη θέση της γυναίκας από την America Ferrera και ένα one man show από τον κατά τα άλλα υπέροχο στο ρόλο του, Ryan Gosling, και η φράση «I’m Kennough» να γίνεται trending στα social media για να καταλήξουμε «ρόδινα και αναίμακτα» στην ισότητα. Πάντως, οι ερμηνείες εξαιρετικές. Μια διασκεδαστική ταινία, αλλά με φεμινιστικά μηνύματα που το πολύ να φανούν ριζοσπαστικά σε παιδιά και ορισμένους έφηβους. Τουλάχιστον, κατάφερε, ακόμα και για λάθος και επιφανειακούς λόγους, να φέρει κάπως το φεμινισμό στις συζητήσεις, δειλά δειλά.
Το Oppenheimer του Christopher Nolan, που χαρακτηρίστηκε από το Rotten Tomatoes ως ο καλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών- ήταν κατά τη γνώμη μου καλύτερη ταινία από πολλές πλευρές. Δεν κατάλαβα πότε πέρασαν 3 ώρες, μιας και η μουσική, τα πλάνα και οι ερμηνείες των ηθοποιών, με έναν ανεπανάληπτο Cillian Murphy στο ρόλο του Robert Oppenheimer, προετοίμαζαν το θεατή για κάτι το καθηλωτικό. Συγκεκριμένα, η σκηνή που ένα απόσπασμα ινδουιστικής γραφής από την Bhagavad Gita πέρασε από το μυαλό του Oppenheimer, που έλεγε: «Τώρα έγινα ο Θάνατος, ο καταστροφέας των κόσμων» και στην οποία ο Nolan κάνει μια εναλλαγή σιωπής και δυνατού ήχου κατά την έκρηξη, είναι ίσως η καλύτερη της ταινίας.
Αλλά γιατί μια ταινία για ένα τόσο εμφανώς ηθικό, πολιτικό και επιστημονικό ζήτημα -που είναι η δημιουργία του ισχυρότερου όπλου που δημιούργησε τότε ο άνθρωπος- δεν κατάφερε να πυροδοτήσει τις αντίστοιχες συζητήσεις στο κοινό;
Φταίει, ενδεχομένως, το γεγονός ότι ο Nolan έριξε τεράστιο βάρος στον ίδιο τον Oppenheimer, κάνοντας την ταινία περισσότερο επικεντρωμένη στο χαρακτήρα του πατέρα της ατομικής βόμβας και στον «άνθρωπο» πίσω από την εφεύρεση και όχι τόσο στην πολιτική υπόσταση αυτού.
Μικρή η αναφορά για τις ενστάσεις του Einstein για αυτό το φονικό όπλο και πολύ ελλιπώς απεικονισμένες οι σχέσεις του Oppenheimer με τον κομουνισμό, σχέσεις που μάλιστα αποτέλεσαν και πεδίο διχασμού μεταξύ της αριστερής κοινότητας κατά την δίκη του- βέβαια ο Nolan είναι ένας Αμερικανός σκηνοθέτης που παράγει το έργο του σε μια καθαρά αντικομουνιστική χώρα, τι να περιμένει κανείς πέρα από μια κάποια συγκάλυψη σε αυτό το τεράστιο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, στο οποίο η εφεύρεση αυτή κατάληξε να συνδράμει. Πολύ κακογραμμένοι και οι γυναικείοι χαρακτήρες, χαρακτηριστικό που καλυπτόταν, όμως, από το πόσο καλά αποδόθηκαν από τις Emily Blunt και Florence Pough.
Για αυτό, ίσως, από τις δύο ταινίες που συζητήθηκαν περισσότερο από όλες τη φετινή χρονιά, το ροζ υπερτέρησε του μαύρου.
Νικήτας Ρουσέτης
Αν κάνουμε μερικούς πρόχειρους υπολογισμούς, έχουμε έναν μέσο όρο στα 80 με 90 χιλιάδες εισιτήρια στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες. Επίσης, έχουμε τις επιδόσεις των καλοκαιρινών μηνών στις αίθουσες, που σπάνια ξεπερνούν τα 100 χιλιάδες εισιτήρια. Για όλα τα παραπάνω, ευθύνεται το ροζ και μαύρο σύννεφο που εξαπλώθηκε στον κοινωνικό ιστό, ονόματι Barbenheimer.
Μπορεί στην Ελλάδα να μην υπήρξε η κοινή περίοδος κυκλοφορίας για τις δύο ταινίες, όμως ο σπόρος είχε φυτευτεί: ένα φρενήρες προωθητικό γαϊτανάκι που περιλάμβανε μιμίδια κάθε λογής, τις αναφορές των πρωταγωνιστών στην «αντίπαλη» ταινία, την μυσταγωγία κατάλληλου ενδυματολογικού κώδικα για την εκάστοτε προβολή και τη παραληρηματική κρίση αρρενωποτήτων, οι οποίοι αποτρέποντας τον κόσμο να παρακολουθήσει τη Barbie, είδαν την τοξικότητά που απλόχερα προσέφεραν να σκάει στο πρόσωπό τους σαν τσιχλόφουσκα.
Στο άνοιγμά τους, ο Oppenheimer σημείωσε 110.143 εισιτήρια και η Barbie 72.064. Όσο γράφονται αυτές οι αράδες, έχουν ξεπεράσει και οι δυο ταινίες τα 400 χιλιάδες εισιτήρια. Κάτι το οποίο δεν μπορεί να προκαλέσει έκπληξη, διότι παρά τις κοινωνικές μεταβλητές, έχουμε δυο «μεγάλες» ταινίες: μιας indie δημιουργού που έχει εξερευνήσει τη θηλυκότητα και τα ζόρια της καθημερινότητας, βάζοντας την υπογραφή της στη μεταφορά ενός πανανθρώπινου (και προβληματικού μετ’ έπειτα) συμβόλου στη μεγάλη οθόνη, και ενός σκηνοθέτη με έφεση στον κινηματογράφο μεγάλης εμβέλειας και το νέο του εντυπωσιακό πόνημα. Σε συνδυασμό και με μεγάλα ονόματα της ηθοποιίας στη φαρέτρα τους, τα πιόνια ήταν έτοιμα στη σκακιέρα και έμενε μόνο η εντολή για την εκκίνηση.
Και φτάνοντας στο νήμα, παρατηρούμε ότι οι ταινίες έχουν περισσότερα κοινά παρά αρνητικά. Έχουμε δυο θεάματα καθολικής εμβέλειας: ταινίες φτιαγμένες για την αίθουσα, με στόχο τη διασκέδαση. Παρά τη διαφορά στη χρωματική παλέτα και την διάρκεια (τα 180 λεπτά του Oppenheimer περνούν πιο αβίαστα απ’ ότι περιμένουμε), το σημαντικότερο κοινό σημείο είναι η ακούσια ή εκούσια αφέλεια τους.
Αφέλεια στο πεδίο της Barbie για τον εξιδανικευμένο κόσμο που οι τοξικές ανδρικές συμπεριφορές λύνονται με Λυσιστράτειες διδαχές και με μονολόγους κομμένους και ραμμένους για την κατανάλωσή τους σε ένα εύπεπτο διδακτικό βιντεάκι. Ιδίως, στο πλαίσιο που η ίδια η ταινία θα καταλήξει ως καπιταλιστικός δούρειος ίππος για τη πώληση περισσότερων παιχνιδιών και την διατήρηση των όποιων στερεοτύπων ευελπιστούσε να εξομαλύνει. Αφέλεια και στον Oppenheimer, ο οποίος είναι ένας Προμηθέας της εποχής του, χωρίς όμως να παρουσιάζονται ποτέ τα θύματα και τα απότοκα των ανακαλύψεών του. Την ίδια στιγμή, ο Nolan επενδύει στο να παρουσιάσει την άστατη ερωτική ζωή του επιστήμονα, φροντίζοντας να χρησιμοποιήσει τους γυναικείους χαρακτήρες ως θύματα της προβληματικής του γοητείας και όχι με βάση το ουσιαστικό τους πνευματικό έργο, σε μια ταινία που αναβλύζει από τις επιστημονικές πληροφορίες και ορολογίες.
Παρά τις όποιες διαφωνίες και παρατηρήσεις που μπορούμε να καταγράψουμε, στο τέλος ο νικητής είναι μόνο το σινεμά. Μόνο από την οθόνη και τη συλλογική εμπειρία της θέασης, θα έχουν νόημα οι απόψεις και οι διαφωνίες μας.
0 comments