Fly Me to the Moon: Και εκτοξευόμαστε οι δυο μας στ’ αστέρια

 

Δεκαετία 1960. Η Κέλι Τζόουνς, το παιδί-θαύμα του μάρκετινγκ, έρχεται για να φτιάξει τη δημόσια εικόνα της NASA και προκαλεί χάος στο ήδη δύσκολο έργο του διευθυντή εκτόξευσης, Κόουλ Ντέιβις. Όταν ο πρόεδρος θεωρεί την αποστολή πολύ σημαντική για να αποτύχει, η Τζόουνς λαμβάνει εντολή να οργανώσει μια ψεύτικη, εφεδρική προσεδάφιση στο φεγγάρι και η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει πραγματικά…

Αυτά τα ελάχιστα διαβάζουμε στην επίσημη σύνοψη του εγχώριου διανομέα και πράγματι στα πρώτα μόλις 10 λεπτά, ο σκηνοθέτης Γκρεγκ Μπερλάντι έχει δώσει ακόμα και στον πιο ανίδεο θεατή μια στρογγυλεμένη εικόνα της πραγματικότητας που μάστιζε την αμερικάνικη κοινωνία στα 60s. Από τη μια πλευρά η κοινωνική παρακμή, η φτώχεια και ο αιματοβαμμένος πόλεμος του Βιετνάμ και από την άλλη η ακατάπαυστη δαπάνη υπέρογκων ποσών, με μοναδικό στόχο, όχι την προσσελήνωση, αλλά την μάταια επικράτηση επί των Σοβιετικών για το ποιος από τους δύο θα κόψει το νήμα πρώτος.

Στο τώρα της ταινίας βέβαια, η NASA έχει χάσει για τα καλά πλέον το κύρος και την αξιοπιστία της, καθώς και τα παχυλά κονδύλια της κυβέρνησης. Κάπου εκεί ξεκινάει και η ιστορία του Fly Me to the Moon, όπου γνωρίζουμε από την καλή και την ανάποδη τους δύο πρωταγωνιστές, ην ώρα που δουλεύουν. Λίγο αργότερα θα συναντηθούν τυχαία και μετά ξανά στο κοινό τους πλέον εργασιακό περιβάλλον, όπου μέσα από αλλεπάλληλες χλιαρές συγκρούσεις και διαφωνίες θα έρθουν όλο και πιο κοντά. Μέχρι την πολυπόθητη σκηνή του φιλιού, ακριβώς πριν την έναρξη της τρίτης πράξης, μια σκηνή που αν και φαίνεται να μην κολλάει με το συνολικό αποτέλεσμα, κλείνει χωρίς τύψεις το μάτι στο παλιό καλό Χόλιγουντ.

Πολύ γρήγορα καταλαβαίνουμε βέβαια, πως η ερωτική ιστορία χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικό στοιχείο στην πλοκή, η οποία παρουσιάζει με αληθινά και φανταστικά γεγονότα τον μαραθώνιο αγώνα όσων δούλεψαν σκληρά για την προσεδάφιση στο φεγγάρι, αλλά και αυτών που σε δεύτερη φάση ανέλαβαν να τη σκηνοθετήσουν σε περίπτωση που όλα πάνε λάθος. 

Σε γενικές γραμμές η ταινία κάνει αρκετά πράγματα καλά στη βάση της, με σημαντικότερο όλων ίσως  το γεγονός πως δεν πέφτει στις γνωστές λούπες του είδους, που με τη σειρά τους οδηγούν στην αναπόφευκτη “κοιλιά”.

Από την άλλη έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που πλασάρεται στο ευρύ κοινό ως κομεντί, αλλά στην ουσία ασχολείται σε δεύτερο πλάνο με το ταιριαστό ερωτικό δίδυμο που συνθέτουν οι φαινομενικά διαφορετικοί χαρακτήρες των Σκάρλετ Γιόχανσον και Τσάνινγκ Τέιτουμ. Η Γιόχανσον δυναμική και γοητευτική, φαίνεται  διατεθειμένη να κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να φέρει εις πέρας τις αρμοδιότητές της σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, ενώ ο επίσης γοητευτικός Τέιτουμ παραμένει διστακτικός και τυπολάτρης απέναντι σε οτιδήποτε νέο. Στο τέλος θα τα βρουν κάπου στη μέση...

"Δεν προωθείς τη NASA με τζιγκλάκια και σλόγκαν" λέει αυτάρεσκα ο Κόουλ με την Κέλι να του απαντάει έμμεσα αργότερα πως θα κάνει τους Νηλ Άρμστρονγκ, Μάικλ Κόλινς και Μπαζ Όλντριν πιο διάσημους και από τους Beatles. Παρεμπιπτόντως ίσως μιλάμε για την πρώτη ταινία όπου οι τρεις πρωταγωνιστές της πιο διάσημης διαστημικής αποστολής περιορίζονται σε ρόλους κομπάρσων.

Μπορεί τα προβλήματα που κουβαλούν οι Κέλι και ο Κόουλ στις πλάτες τους να φαντάζουν κοινότυπα, αλλά δουλεύουν ικανοποιητικά, όπως ικανοποιητικά δουλεύει και το προχειροφτιαγμένο τέχνασμα με τη μαύρη γάτα που κυκλοφορεί ανενόχλητη στις εγκαταστάσεις της NASA, από την αρχή μέχρι και το τέλος της ταινίας.

Την ίδια ώρα, το καστ φαντάζει κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της ταινίας, αφού εκτός του υπέρλαμπρου πρωταγωνιστικού διδύμου - μιλάμε για δύο σταρ πρώτης γραμμής αυτή τη χρονική στιγμή - συναντάμε επίσης σε ρόλο κλειδί για την πλοκή τον Γούντι Χάρλεσον, που υποδύεται τον “παρακρατικό” πράκτορα που παίρνει αποφάσεις από τους αόρατους προϊστάμενους του Λευκού Οίκου, αλλά και τον διαχρονικά συμπαθή Ρέι Ρομάνο, που ομολογουμένως θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο χρόνο επί της οθόνης.

Ο Γκρεγκ Μπερλάντι αντίθετα - ο οποίος συνοδεύεται από τη φήμη του ιδιαίτερα αγαπητού στην ποπ κουλτούρα “Με αγάπη, Σάιμον” - φαίνεται να έχει φιλοδοξία και όραμα, αλλά να μην μπορεί να τιθασεύσει τις ιδέες του. Με την καθοδήγησή του κάνει ξεκάθαρο πως έχει επίγνωση του πως αφηγείσαι μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, αλλά δεν παύει να είναι φλύαρος σε αρκετές περιπτώσεις.

Από την αρχή μέχρι και το τέλος, γνωρίζουμε ως επί το πλείστον τι πρόκειται να ακολουθήσει στην επόμενη σκηνή ανά πάσα στιγμή, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα είναι παραπάνω από ευχάριστο, ειδικά αν λάβουμε υπόψιν μας τον παράγοντα της θέασης σε κάποιο θερινό σινεμά.

Κραυγαλέα τσιτάτα, cheesy ατάκες, crowd pleaser αστεία και μια καλοδεχούμενη παλιομοδίτικη αισθητική, συνθέτουν ένα ευχάριστο και ανάλαφρο κινηματογραφικό έργο, που ξεκινάει ως ρομαντική κομεντί και κλείνει ως μια ταινία περιπέτειας με στοιχεία κωμωδίας. Μένει να δούμε αν το κοινό θα την στέψει την πιο feelgood ταινία του καλοκαιριού, αλλά και αν θα κερδίσει το απαιτητικό εισπρακτικό στοίχημα που έθεσε στον εαυτό της, αφού μιλάμε για μια ταινία που το συνολικό της μπάτζετ αγγίζει τα 100 εκατομμύρια δολάρια.

Όσο για εσάς που αναρωτιέστε αν το Fly Me to the Moon ακούγεται μέσα στην ταινία, θα πρέπει να περιμένετε αρκετά, αλλά εν τέλει θα μείνετε ικανοποιημένοι όπως και να έχει...

Υ.Γ. Πρόκειται για μια από αυτές τις ταινίες, που δεν ξεπερνούν τις 5-6 ανά κινηματογραφική σεζόν, για τις οποίες ο γράφων είχε αρκετά υψηλές προσδοκίες. Εν τέλει, δεν κατακρημνίστηκαν, αλλά σίγουρα δεν κατάφεραν να εκτοξευθούν κιόλας, σαν το Apollo 11.

0 comments