Με την υποστήριξη του Onassis Culture, το Tack της Βάνιας Τέρνερ που παρακολουθεί την πρώτη δίκη-ορόσημο του ελληνικού #MeToo, ξεκίνησε την κινηματογραφική διανομή του από το CineDoc στον Δαναό! Από την Πέμπτη 28/11, οι προβολές πλαισιώνονται με θεματικά Q&A με καλεσμένες ομιλήτριες από τον τομέα της δικαιοσύνης, της ψυχικής υγείας, του αθλητισμού και της εκπαίδευσης.
Οι συντάκτριες του Ραπόρτο Βιργινία Κιμπουροπούλου, Άννα Μαρία Γιαννάκη και Δέσποινα Σαβουλίδη παρακολούθησαν την ταινία και μοιράζονται μαζί σας, όλα όσα τους προκάλεσε η συγκλονιστική ιστορία που πραγματεύεται.
Βιργινία Κιμπουροπούλου
«Να τρέμει το κράτος, να κλείνουν οι δρόμοι, να τρέμει όποιος χέρι τολμά να σηκώνει… Δικαίωμα δεν έχεις στο σώμα μου επάνω», τραγούδησε η Ανοιχτή Ορχήστρα Ελλάδος και στις 25 Νοεμβρίου φέτος, την ημέρα κατά της έμφυλης βίας. Ωστόσο, βλέποντας τo Tack, το ντοκιμαντέρ της Βάνιας Τέρνερ για το πώς το διεθνές κίνημα #metoo πήρε σάρκα και οστά στην Ελλάδα, έφυγα με ένα μικρό βάρος στην καρδιά μου, βλέποντας ότι στην περίπτωση της Σοφίας Μπεκατώρου και της Αμαλίας έκλεισαν μεν οι δρόμοι, αλλά η δικαιοσύνη και ο κόσμος του αθλητισμού διατηρούν σε σημαντικό βαθμό τον σεξισμό τους, αφήνοντας τα θύματα της πατριαρχίας απροστάτευτα και μόνα. Ό τι έχουμε, είναι η μία την άλλη.
Όλα ξεκίνησαν όταν η Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου αποκάλυψε δημόσια τον βιασμό της από έναν ισχυρό παράγοντα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, το οποίο πυροδότησε και το κίνημα #MeToo στην Ελλάδα. Η ιστορία της Σοφίας έδωσε τη δύναμη στην Αμαλία, μια νεαρή πρωταθλήτρια της ιστιοπλοΐας να σπάσει τη δική της σιωπή και οδηγήσει τον πρώην προπονητή της στα δικαστήρια και να τον καταγγείλει για την συστηματική κακοποίηση που υπέστη από εκείνον ανάμεσα στα 11 και τα 13. Το ντοκιμαντέρ, λοιπόν, ξεκινά από αυτό το μήνυμα της Αμαλίας στην Σοφία, η οποία έκτοτε μάχεται μαζί της για να πάρει τη ζωή της πίσω, με όποιον τρόπο μπορεί.
Για δύο χρόνια, λοιπόν, η Βάνια Τέρνερ γίνεται μέρος της ζωής των δύο γυναικών καθώς στέκονται ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης για την υπόθεση του βιασμού της Αμαλίας.
Εκεί βλέπουμε με απόλυτο ρεαλισμό την Αμαλία και τους γονείς της να αντιμετωπίζουν τη δυσπιστία της κοινωνίας στην οποία ζουν, την Αμαλία που έχει μπλοκάρει συναισθηματικά από το βάρος της συνθήκης και ένα «άκαμπτο» απέναντι σε ένα κορίτσι που βιάστηκε δικαστικό σύστημα. Σκίτσα animation ζωντανεύουν τη σκληρή ακροαματική διαδικασία, όπου η Αμαλία υφίσταται εξαντλητικές καταθέσεις, victim blaming, απόπειρες να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία της και αναγκάζεται να ζήσει ξανά το τραύμα της, ενώ παράλληλα εστιάζει στο να κερδίσει μια άνιση μάχη απέναντι στο βιαστή της.
Ταυτόχρονα η Σοφία ξαναγίνεται παιδί στην αγκαλιά του γέρου πατέρα της, έχοντας μείνει με το παράπονο του «γιατί δεν έκανες τίποτα», όταν του μίλησε για τον δικό της βιασμό. Ωστόσο, πια δεν είναι παιδί, αλλά μια γυναίκα που επέλεξε να κάνει το τραύμα της δύναμη. Οπότε η κάμερα της Τέρνερ καταγράφει και μια άλλη προσπάθεια, αυτής μιας καταξιωμένης Ολυμπιονίκη που προσπαθεί να πιέσει για μεταρρυθμίσεις, να δώσει στον αθλητισμό έναν άλλο χαρακτήρα και στα κορίτσια την ευκαιρία να κυνηγήσουν το όνειρό τους με ασφάλεια και προστασία.
Δύο γυναίκες δίνουν μαζί δύο ξεχωριστούς αγώνες και κάνουν το σωστό tack απέναντι στις γυναίκες, αλλά και στις ζωές τους.
Άννα Μαρία Γιαννάκη
Στο “Tack” η υπόθεση Μπεκατώρου και κατ’ επέκταση του κινήματος #metoo αποτελεί την αφετηρία για την υπόθεση της Αμαλίας Προβελεγγίου. Η Σοφία Μπεκατώρου ανοίγει τον δρόμο όχι μόνο για να βρουν τα θύματα το θάρρος να αποκαλύψουν όσα βίωσαν, αλλά και να γίνουν ουσιώδεις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα. Στο ντοκιμαντέρ, η Μπεκατώρου βρίσκεται στο πλάι της Αμαλίας και της οικογένειάς της, ενώ παράλληλα βρίσκεται αντιμέτωπη τόσο με τα “γιατί τώρα;” των Μέσων Ενημέρωσης και της κοινωνίας, όσο και με τη σχέση της με τον πατέρα της.
Όσον αφορά στην τελευταία συνθήκη, με τον πατέρα της να πάσχει από άνοια, η Σοφία βγάζει ανά διαστήματα έναν καημό στο πρόσωπό του. Του εκφράζει με παράπονο και πόνο, γιατί δεν την βοήθησε τότε και της είπε πως δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι. Είναι από τις φορές που η Σοφία σπάει αρκετά, με πολλά από τα θύματα να ταυτίζονται δυστυχώς περισσότερο με την κατάσταση αυτή, παρά με την στήριξη της οικογένειας, όπως στην περίπτωση της Αμαλίας.
Η Αμαλία Προβελεγγίου είναι μία νέα αθλήτρια ιστιοπλοΐας, η οποία στην ηλικία των 11 έπεσε θύμα βιασμού από τον τότε προπονητή της. Μετά τον ντόρο που προκάλεσε η είδηση του βιασμού της Σοφίας Μπεκατώρου από παράγοντα, η Αμαλία της είχε στείλει μήνυμα, εκφράζοντας τόσο την ευγνωμοσύνη της που βρήκε τη δύναμη να πει κάτι τέτοιο δημόσια, όσο και πως η ίδια ήταν εξίσου θύμα. Τότε έγινε το “tack” στην ζωή της και αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της.
Στο πλάι της βρισκόταν μονίμως η οικογένειά της. Στήριξαν την κόρη τους υφιστάμενοι τις συνέπειες κοινωνικά. Πολύς κόσμος τόσο από τον κλειστό, όσο κι από τον ευρύτερο κύκλο, τους είχε παραγκωνίσει, γιατί δεν ήθελαν να έχουν σχέσεις -έκανε κακό στο κύρος τους, ενδεχομένως. Η Αμαλία, εν αντιθέσει με τη Σοφία, προσπάθησε να είναι πιο ψύχραιμη σε αυτόν τον αγώνα που έδινε. Το Εφετείο και η Ευελπίδων είχαν γίνει πια δεύτερο σπίτι της και ήθελε να λήξει αυτό το συντομότερο. Μόνος της στόχος: να δικαιωθεί και να μην περάσει κανένα άλλο παιδί τα ίδια.
Φτάνουμε στην ημέρα της δίκης, η οποία απεικονίζεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Εφόσον δεν επιτρεπόταν η βιντεοσκόπηση και η ηχογράφησή της, η Γεωργία Ζάχαρη εικονογράφησε τους παρευρισκόμενους και την αίθουσα, προκειμένου να αποτυπωθεί όσο καλύτερα γινόταν. Στην δίκη κατέθεσαν (εκτός της Αμαλίας και της οικογένειάς της): συναθλήτριες της Αμαλίας, μια μητέρα εξ αυτών και ο κατηγορούμενος πρώην προπονητής της.
Ακούστηκαν πολλά τα οποία είναι ανεπίτρεπτα, ωστόσο δόθηκε χώρος να ειπωθούν. Οι συναθλήτριές της έλεγαν ότι ήταν ερωτευμένη με τον προπονητή και ότι όλα τα έκανε για την υποτροφία. Η μητέρα μιας συναθλήτριάς της δήλωσε πως ήταν φίλη με τον προπονητή και πως δεν έκανε κακό στην κόρη της, άρα η Αμαλία φταίει. Και τέλος, ο προπονητής ισχυρίστηκε πως όλα όσα συνέβησαν ήταν συναινετικά, άρα δεν τίθεται θέμα βιασμού.
Το διάστημα της δίκης, αλλά και οι συνθήκες που επικρατούσαν, δεν ήταν τίποτα λιγότερο από μια μικρογραφία της κοινωνίας και της παθογένειας που υφίσταται. Η σεξιστική νοοτροπία με τη γυναίκα, ανεξάρτητα αν ήταν ανήλικη, να φταίει για τον βιασμό της, το σκεπτικό “αφού δεν συνέβη στο σπίτι μου, όλα καλά” και η υποτιθέμενη συναίνεση “εφόσον δεν είπε ποτέ όχι” ήταν, είναι και θα είναι κατάλοιπα της ελληνικής κουλτούρας.
Δέσποινα Σαβουλίδη
Πολλές φορές όταν πρόκειται για Ντοκιμαντέρ, η ιστορία για όσα έγιναν πίσω από την κάμερα είναι αυτά που αλλάζουν ριζικά την πορεία και την εξέλιξη της αφήγησης.
Η ιστορία για το πώς το Tack έφτασε στη μεγάλη οθόνη είναι μια ιστορία πραγματικής συμπαράστασης στις πρωταγωνίστριες και ολοκληρωτικής αφοσίωσης στο όραμα της σκηνοθέτιδας. Σύμφωνα με την ίδια, τα νερά ήταν θολά στην την αρχή, υπήρχε μια γενική επιθυμία της σκηνοθέτιδας να μιλήσει για τον σεξισμό στην Ελλάδα. Για να μεταδώσει το μήνυμά ήρθε σε επικοινωνία με την Σοφία Μπεκατώρου αλλά όλα άλλαξαν ριζικά όταν η ολυμπιονίκης μίλησε ανοιχτά για την κακοποιητική συμπεριφορά και παρενόχληση που βίωνε επί χρόνια. Η σκηνοθέτης ήταν σε συνεχή επικοινωνία με την αθλήτρια και όταν ένιωσε την ανάγκη, σήκωσε την κάμερα και ξεκίνησε να κινηματογραφεί.
Όταν πλέον στο κάδρο μπήκε και η Αμαλία, μετά από μήνυμα της ίδια προς την Ολυμπιονίκη που είχε πρότυπο από μικρό παιδί, λέγοντάς της ότι και εκείνη έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά από σημαντικό παράγοντα της ΕΙΟ, η Τέρνερ ήρθε σε επικοινωνία μαζί της και με τον ίδιο τρόπο ξεκίνησε να κινηματογραφεί και την δική της πορεία προς τη δικαίωση.
Πρόκληση για την σκηνοθέτη ήταν να δώσει στον θεατή την αληθινή εικόνα της δίκης και πώς επηρέασε τις ζωές των δύο ηρωίδων. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ένιωθε συνεχώς την ανάγκη να έρθει κοντά στην Αμαλία, τη Σοφία και τις ιστορίες τους και αυτό το πέτυχε φέρνοντας την κάμερα κυριολεκτικά κοντά στις ίδιες περπατώντας πάντα δίπλα τους ή πίσω τους. Ήταν πάντα μια σιωπηλή παρουσία στο χώρο είτε πρόκειται για το σπίτι της καταγγέλλουσας, είτε τον χώρο αναμονής του δικαστηρίου.
Κινητήρια δύναμη για την Αμαλία κατά την πολύμηνη πορεία προς τη δικαίωση ήταν να βγει η ίδια μπροστά για να μην ζήσουν άλλα νεαρά κορίτσια όπως η μικρή της αδερφή, όσα έζησε εκείνη. Παραδέχεται ότι τότε δεν αγαπούσε αρκετά τον εαυτό της για να το κάνει για την ίδια. Σήμερα, 4 χρόνια μετά την δίκη και μετά από πολλές ώρες θεραπείας, η Αμαλία αγαπά το εαυτό της για αυτό ακριβώς που είναι.
Φτάνοντας στο τέλος της διαδικασίας κινηματογράφησης και πριν ξεκινήσει η πολύμηνη διαδικασία μοντάζ, η σκηνοθέτης είχε μαζέψει τουλάχιστον 700 ώρες πρωτότυπου υλικού (κατά μέσο όρο 5 ώρες γύρισμα τη μέρα) τις οποίες κλήθηκε να συνδυάσει με το αρχειακό υλικό και να καταλήξει στα 96 λεπτά που είναι το runtime του ντοκιμαντέρ. Η ίδια εξιστορεί ότι πρόκληση ήταν να φροντίσει όλο το υλικό που συγκεντρώνει να μην την “πλακώσει”, αντιθέτως έπρεπε εκείνη να το κερδίσει.
Όπως η πορεία για τη δικαίωση τον ηρωίδων, έτσι και το ντοκιμαντέρ πέρασε από πολλά δύσκολα στάδια με τους συντελεστές να αναρωτιούνται αν αυτό για το οποίο παλεύουν τόσο σκληρά θα φτάσει κάπου. Η κινηματογράφηση σε δικαστική αίθουσα επιτρέπεται μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις. Για να αποτυπωθεί όσο πιο άμεσα και αυθεντικά η δίκη δόθηκε άδεια στην εικονογράφο Γεωργία Ζάχαρη να σκιαγραφήσει τις πολύωρες συνεδριάσεις και καταθέσεις ενώ ήταν και εκείνες οι φορές που δεν της επέτρεπαν οι σημειώσεις συνεπώς έπρεπε να αποτυπώσει στη μνήμη της όλα όσα συνέβαιναν. Πολλές φορές τα γυρίσματα διακόπηκαν, η σκηνοθέτης και οι ηρωίδες χάθηκαν. Αλλά πάντα αυτό που τις έφερνε ξανά κοντά ήταν η επιθυμία για δικαίωση και ουσιαστική αλλαγή του κώδικα αναφορικά με την κακοποίηση.
Διακριτικό κομμάτι του ντοκιμαντέρ αλλά σημαντικό για την αφήγηση αποτελούν οι συμβολισμοί. Πολλά στοιχεία που πηγάζουν από το παρελθόν των δύο γυναικών ως αθλήτριες της ιστιοπλοΐας (όπως νερό, αέρας) έχουν ενταχθεί στο ντοκιμαντέρ και ενισχύουν την αφηγηματική της ισχύ. Οι υπέρμετροι συναισθηματισμοί θα καθιστούνταν μάλλον περιττοί δεδομένο το ήδη βαρύ περιεχόμενο του ντοκιμαντέρ.
Το μοντάζ έκανε η σκηνοθέτης με την βοήθεια της μοντέρ Νικολέτα Λεούση και κράτησε αρκετούς μήνες με το μεγαλύτερο και πρώτο κομμάτι να το καταλαμβάνει η διαδικασία της δίκης το οποίο χρειάστηκε 4 μήνες μοντάζ.
Το Tack ξεκίνησε το ταξίδι του στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες κάνοντας κάποιες πρώτες προβολές σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βόλο και Ρέθυμνο μέχρι να ανοίξει πλώρη για το κοινό στον Κινηματογράφο Δαναό. Το ντοκιμαντέρ θα προβάλλεται καθημερινά από τις 28 Νοεμβρίου έως και τις 4 Δεκεμβρίου και μετά από κάθε προβολή θα ακολουθεί Q&A. Πέρα από τη σκηνοθέτιδα Βάνια Τέρνερ, καλεσμένοι για να συντονίσουν τη συζήτηση με το κοινό θα είναι δικηγόροι, εισαγγελείς, ψυχολόγοι, εκπαιδευτικοί και αθλητές που έχουν μιλήσει ανοιχτά για την κακοποίηση.
Το Tack μεταξύ κέρδισε το Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου FIPRESCI και τέσσερα ακόμα σημαντικά βραβεία στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
0 comments